...

US$

km

Blog
Νομικά συμπεράσματα σχετικά με τη λειτουργία διαδικτυακών πλατφορμών που σχετίζονται με υπηρεσίες μεταφορών με βάση την υπόθεση C-390/18 της Airbnb

Νομικά συμπεράσματα σχετικά με τη λειτουργία διαδικτυακών πλατφορμών που σχετίζονται με υπηρεσίες μεταφορών με βάση την Airbnb Υπόθεση C-390/18

Leo Besutti
από 
Leo Besutti
108 λεπτά ανάγνωσης
Τάσεις
Φεβρουάριος 02, 2025

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 19ης Δεκεμβρίου 2019

Ποινική διαδικασία κατά του X
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως από το Juge d'instruction du tribunal de grande instance de Paris

Υπόθεση C-390/18

ΓΝΏΜΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΎ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ SZPUNAR

https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=213504&pageIndex=0&doclang=en&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=27786348

παραδίδεται στις 30 Απριλίου 2019 (1)

Υπόθεση C-390/18

παρουσία:

YA,

AIRBNB Ιρλανδία UC,

Hotelière Turenne SAS,

Association pour un hébergement et un tourisme professionnel (AHTOP),

Valhotel

(Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως του ανακριτή του Tribunal de grande instance de Paris (Γαλλία))

(Προδικαστική παραπομπή - Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών - Οδηγία 2000/31/ΕΚ - Σύνδεση των οικοδεσποτών, επιχειρήσεων ή ιδιωτών, που διαθέτουν ενοικιαζόμενα καταλύματα με τα πρόσωπα που αναζητούν αυτό το είδος καταλύματος - Πρόσθετη παροχή διαφόρων άλλων υπηρεσιών - Εθνική νομοθεσία που θεσπίζει περιοριστικούς κανόνες για την άσκηση του επαγγέλματος του μεσίτη ακινήτων)

I. Εισαγωγή

  1. Στις αποφάσεις Asociación Profesional Elite Taxi (2 ) και Uber France (3 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι μια υπηρεσία διαμεσολάβησης, σκοπός της οποίας είναι να συνδέει μη επαγγελματίες οδηγούς που χρησιμοποιούν τα δικά τους οχήματα με άτομα που επιθυμούν να πραγματοποιήσουν αστικές μετακινήσεις, η οποία συνδέεται εγγενώς με μια υπηρεσία μεταφορών, δεν αποτελεί υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας και αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/31/ΕΚ. (4)
  2. Η παρούσα υπόθεση αφορά επίσης το πρόβλημα της ταξινόμησης των υπηρεσιών που παρέχονται μέσω ηλεκτρονικών πλατφορμών. Το Δικαστήριο καλείται από τον ανακριτή του Tribunal de grande instance de Paris (Γαλλία) να προσδιορίσει κατά πόσον μια υπηρεσία που συνίσταται στη διασύνδεση των οικοδεσποτών που διαθέτουν ενοικιαζόμενα καταλύματα με τα άτομα που αναζητούν αυτού του είδους τα καταλύματα ανταποκρίνεται στον ορισμό των "υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας" και, ως εκ τούτου, επωφελείται από την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών, όπως εγγυάται η οδηγία 2000/31.

II. Νομικό πλαίσιο

A. Δίκαιο της ΕΕ

  1. Τα φερόμενα γεγονότα συνέβησαν κατά την περίοδο μεταξύ 11 Απριλίου 2012 και 24 Ιανουαρίου 2017. Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί ότι, με ισχύ από τις 7 Οκτωβρίου 2015, η οδηγία (ΕΕ) 2015/1535 (5) κατήργησε και αντικατέστησε την οδηγία 98/34/ΕΚ. (6) Το άρθρο 2 στοιχείο α) της οδηγίας 2000/31 ορίζει τις "υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας" με παραπομπή στο άρθρο 1 παράγραφος 1 της οδηγίας 2015/1535, το οποίο προβλέπει:

"Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

...

(β) "υπηρεσία": κάθε υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας, δηλαδή κάθε υπηρεσία που παρέχεται συνήθως έναντι αμοιβής, εξ αποστάσεως, με ηλεκτρονικά μέσα και κατόπιν ατομικού αιτήματος του αποδέκτη των υπηρεσιών.

Για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού:

(i) "εξ αποστάσεως" σημαίνει ότι η υπηρεσία παρέχεται χωρίς την ταυτόχρονη παρουσία των μερών,

(ii) "με ηλεκτρονικά μέσα" σημαίνει ότι η υπηρεσία αποστέλλεται αρχικά και παραλαμβάνεται στον προορισμό της με τη βοήθεια ηλεκτρονικού εξοπλισμού για την επεξεργασία (συμπεριλαμβανομένης της ψηφιακής συμπίεσης) και την αποθήκευση δεδομένων, και ότι μεταδίδεται, μεταφέρεται και παραλαμβάνεται εξ ολοκλήρου με καλώδιο, με ραδιόφωνο, με οπτικά μέσα ή με άλλα ηλεκτρομαγνητικά μέσα,

(iii) "κατόπιν ατομικής αίτησης του αποδέκτη των υπηρεσιών" σημαίνει ότι η υπηρεσία παρέχεται μέσω της διαβίβασης δεδομένων κατόπιν ατομικής αίτησης.

Στο παράρτημα Ι παρατίθεται ενδεικτικός κατάλογος των υπηρεσιών που δεν καλύπτονται από τον ορισμό αυτό,

...'

  1. Ο ορισμός της "υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας" στο άρθρο 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/1535 είναι ουσιαστικά ταυτόσημος με τον ορισμό του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/34. Επιπλέον, οι παραπομπές στην οδηγία 98/34 πρέπει να ερμηνεύονται ως παραπομπές στην οδηγία 2015/1535. (7) Για τους λόγους αυτούς, η ανάλυση σχετικά με τον χαρακτηρισμό μιας υπηρεσίας ως "υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας" κατά την έννοια της οδηγίας 2015/1535, στην οποία θα αναφερθώ, ως εκ τούτου, στην παρούσα γνωμοδότηση, είναι, κατά τη γνώμη μου, δυνατόν να μεταφερθεί στις διατάξεις της οδηγίας 98/34.
  2. Σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο η) της οδηγίας 2000/31:

"Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, οι ακόλουθοι όροι έχουν την ακόλουθη έννοια:

...

(η) "συντονισμένος τομέας": απαιτήσεις που προβλέπονται στα νομικά συστήματα των κρατών μελών και εφαρμόζονται στους παρόχους υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας ή στις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας, ανεξάρτητα από το αν είναι γενικής φύσης ή ειδικά σχεδιασμένες για αυτούς.

(i) Το συντονισμένο πεδίο αφορά απαιτήσεις με τις οποίες ο πάροχος υπηρεσιών πρέπει να συμμορφώνεται όσον αφορά:

- την ανάληψη της δραστηριότητας μιας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας, όπως οι απαιτήσεις σχετικά με τα προσόντα, την άδεια ή την κοινοποίηση,

- την άσκηση της δραστηριότητας μιας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας, όπως απαιτήσεις σχετικά με τη συμπεριφορά του παρόχου της υπηρεσίας, απαιτήσεις σχετικά με την ποιότητα ή το περιεχόμενο της υπηρεσίας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ισχύουν για τη διαφήμιση και τις συμβάσεις, ή απαιτήσεις σχετικά με την ευθύνη του παρόχου της υπηρεσίας,

(ii) Το συντονισμένο πεδίο δεν καλύπτει απαιτήσεις όπως:

- απαιτήσεις που ισχύουν για τα εμπορεύματα ως τέτοια,

- τις απαιτήσεις που ισχύουν για την παράδοση των αγαθών,

- απαιτήσεις που ισχύουν για υπηρεσίες που δεν παρέχονται με ηλεκτρονικά μέσα".

  1. Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:

'1. Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι οι υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας που παρέχονται από πάροχο υπηρεσιών εγκατεστημένο στην επικράτειά του συμμορφώνονται με τις εθνικές διατάξεις που ισχύουν στο εν λόγω κράτος μέλος και εμπίπτουν στο συντονισμένο πεδίο.

  1. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν, για λόγους που εμπίπτουν στον συντονισμένο τομέα, να περιορίζουν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας από άλλο κράτος μέλος.
  2. Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν εφαρμόζονται στους τομείς που αναφέρονται στο παράρτημα.
  3. Τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν μέτρα παρέκκλισης από την παράγραφο 2 όσον αφορά μια συγκεκριμένη υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας, εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) τα μέτρα είναι:

(i) είναι αναγκαία για έναν από τους ακόλουθους λόγους:

- τη δημόσια τάξη, ιδίως την πρόληψη, διερεύνηση, ανίχνευση και δίωξη ποινικών αδικημάτων, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας των ανηλίκων και της καταπολέμησης κάθε υποκίνησης μίσους για λόγους φυλής, φύλου, θρησκείας ή εθνικότητας, καθώς και των παραβιάσεων της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που αφορούν μεμονωμένα πρόσωπα,

- την προστασία της δημόσιας υγείας,

- τη δημόσια ασφάλεια, συμπεριλαμβανομένης της διαφύλαξης της εθνικής ασφάλειας και άμυνας,

- την προστασία των καταναλωτών, συμπεριλαμβανομένων των επενδυτών,

(ii) που λαμβάνονται κατά συγκεκριμένης υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας, η οποία θίγει τους στόχους που αναφέρονται στο σημείο i) ή η οποία ενέχει σοβαρό και σοβαρό κίνδυνο να θιγούν οι εν λόγω στόχοι,

(iii) να είναι αναλογικά προς τους στόχους αυτούς,

(β) πριν από τη λήψη των εν λόγω μέτρων και με την επιφύλαξη των δικαστικών διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένων των προκαταρκτικών διαδικασιών και των πράξεων που διενεργούνται στο πλαίσιο ποινικής έρευνας, το κράτος μέλος έχει:

- ζήτησε από το κράτος μέλος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 να λάβει μέτρα και το τελευταίο δεν έλαβε τα μέτρα αυτά ή ήταν ανεπαρκή,

- κοινοποίησε στην Επιτροπή και στο κράτος μέλος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 την πρόθεσή του να λάβει τα μέτρα αυτά.

  1. Τα κράτη μέλη μπορούν, σε επείγουσες περιπτώσεις, να παρεκκλίνουν από τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 4 στοιχείο β). Στην περίπτωση αυτή, τα μέτρα κοινοποιούνται το συντομότερο δυνατό στην Επιτροπή και στο κράτος μέλος που αναφέρεται στην παράγραφο 1, αναφέροντας τους λόγους για τους οποίους το κράτος μέλος θεωρεί ότι υπάρχει επείγουσα ανάγκη.
  2. Με την επιφύλαξη της δυνατότητας του κράτους μέλους να προχωρήσει στη λήψη των εν λόγω μέτρων, η Επιτροπή εξετάζει τη συμβατότητα των κοινοποιηθέντων μέτρων με το κοινοτικό δίκαιο στο συντομότερο δυνατό χρόνο- εάν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το μέτρο είναι ασυμβίβαστο με το κοινοτικό δίκαιο, η Επιτροπή ζητά από το εν λόγω κράτος μέλος να μην λάβει τα προτεινόμενα μέτρα ή να θέσει επειγόντως τέρμα στα εν λόγω μέτρα.".

B. Γαλλικό δίκαιο

  1. Το άρθρο 1 του νόμου αριθ. 70-9 της 2ας Ιανουαρίου 1970 που ρυθμίζει τους όρους άσκησης δραστηριοτήτων σχετικά με ορισμένες συναλλαγές που αφορούν ακίνητα και επιχειρηματικά περιουσιακά στοιχεία, στην ενοποιημένη του έκδοση, ("νόμος Hoguet") (8 ) προβλέπει:

"Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που συνήθως συμμετέχουν ή παρέχουν τη συνδρομή τους, έστω και επικουρικά, σε συναλλαγές που επηρεάζουν τα περιουσιακά στοιχεία άλλων και αφορούν:

  1. Η αγορά, πώληση, αναζήτηση, ανταλλαγή, εκμίσθωση ή υπεκμίσθωση, εποχιακή ή μη, επιπλωμένη ή μη, υφιστάμενου ακινήτου ή ακινήτου υπό ανέγερση,

...'

  1. Το άρθρο 3 του νόμου Hoguet προβλέπει:

"Οι δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 μπορούν να ασκούνται μόνο από φυσικά ή νομικά πρόσωπα που διαθέτουν επαγγελματική άδεια, η οποία εκδίδεται, για ορισμένο χρονικό διάστημα και σύμφωνα με τις διαδικασίες που καθορίζονται με διάταγμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, από τον πρόεδρο του περιφερειακού εμπορικού και βιομηχανικού επιμελητηρίου ή από τον πρόεδρο του περιφερειακού εμπορικού και βιομηχανικού επιμελητηρίου της Île-de-France και καθορίζει τις συναλλαγές που μπορούν να πραγματοποιήσουν.

Η παρούσα άδεια μπορεί να εκδοθεί μόνο σε φυσικά πρόσωπα που πληρούν τους ακόλουθους όρους:

1 αποδεικνύουν την επαγγελματική τους ικανότητα,

2 προσκομίζουν απόδειξη οικονομικής εγγύησης που επιτρέπει την επιστροφή των κεφαλαίων ...,

3 αποκτούν ασφάλιση έναντι των οικονομικών συνεπειών της επαγγελματικής τους αστικής ευθύνης,

4 δεν αποκλείονται από την άσκηση του επαγγέλματος και δεν τους απαγορεύεται η άσκηση του επαγγέλματος ...".

  1. Επιπλέον, το άρθρο 5 του εν λόγω νόμου ορίζει:

"Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 1 και τα οποία λαμβάνουν ή κατέχουν χρηματικά ποσά ... οφείλουν να τηρούν τους όρους που καθορίζονται με διάταγμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, ιδίως τις διατυπώσεις τήρησης βιβλίων και έκδοσης αποδείξεων και τις λοιπές υποχρεώσεις που απορρέουν από την εντολή".

  1. Συνεπώς, ένα διάταγμα απαιτεί την τήρηση ειδικών μητρώων, αρχείων και λεπτομερών λογαριασμών, με στόχο τη διαφύλαξη των συμφερόντων των φυσικών προσώπων που εμπιστεύονται κεφάλαια σε διαμεσολαβητές.
  2. Τέλος, το άρθρο 14 του νόμου Hoguet ορίζει ότι η μη κατοχή επαγγελματικής άδειας τιμωρείται με φυλάκιση 6 μηνών και πρόστιμο 7 500 ευρώ. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 16 του νόμου αυτού, μπορεί να επιβληθεί ποινή φυλάκισης 2 ετών και χρηματική ποινή 30 000 ευρώ σε πρόσωπο που διαχειρίζεται χρηματικά ποσά κατά παράβαση της υποχρέωσης κατοχής άδειας άσκησης επαγγέλματος (άρθρο 3) ή της υποχρέωσης τήρησης ειδικών μητρώων, αρχείων και λεπτομερών λογαριασμών (άρθρο 5).

III. Τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης

  1. Η AIRBNB Inc., μια εταιρεία με έδρα τις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι η μητρική εταιρεία του ομίλου AIRBNB.
  2. Η AIRBNB Ireland UC, μια εταιρεία που διέπεται από το ιρλανδικό δίκαιο με έδρα το Δουβλίνο (Ιρλανδία), αποτελεί μέρος του ομίλου AIRBNB και ανήκει εξ ολοκλήρου στην AIRBNB Inc. Η AIRBNB Ireland διαχειρίζεται, για όλους τους χρήστες που είναι εγκατεστημένοι εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών, μια διαδικτυακή πλατφόρμα που έχει σχεδιαστεί για να συνδέει, αφενός, οικοδεσπότες (επαγγελματίες και ιδιώτες) με διαθέσιμα προς ενοικίαση καταλύματα και, αφετέρου, άτομα που αναζητούν αυτό το είδος καταλύματος.
  3. Μετά από καταγγελία κατά αγνώστου προσώπου, συνοδευόμενη από αίτηση προσχώρησης στη διαδικασία ως πολιτικώς ενάγοντος, η οποία υποβλήθηκε ιδίως από την Association pour un hébergement et un tourisme professionnel (AHTOP), η Εισαγγελία του Παρισιού (Γαλλία) εξέδωσε στις 16 Μαρτίου 2017 αρχικό κατηγορητήριο για χειραγώγηση κεφαλαίων, για δραστηριότητες που αφορούν τη διαμεσολάβηση και τη διαχείριση ακίνητης περιουσίας και επιχειρηματικές δραστηριότητες από πρόσωπο που δεν διαθέτει επαγγελματική άδεια, σύμφωνα με τον νόμο Hoguet, και για άλλα αδικήματα, τα οποία φέρονται να διαπράχθηκαν μεταξύ 11 Απριλίου 2012 και 24 Ιανουαρίου 2017, και άλλαξε το καθεστώς της AIRBNB Ireland σε "témoin assisté" (πρόσωπο που δεν είναι απλώς μάρτυρας, αλλά σε κάποιο βαθμό ύποπτος).
  4. Η AIRBNB Ireland αρνείται ότι ενεργεί ως μεσίτης ακινήτων και ισχυρίζεται ότι ο νόμος Hoguet είναι ανεφάρμοστος λόγω ασυμβατότητας με την οδηγία 2000/31.

IV. Τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

  1. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο ανακριτής του Tribunal de grande instance de Paris (Γαλλία), με απόφαση της 6ης Ιουνίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 13 Ιουνίου 2018, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα:

"(1) Οι υπηρεσίες που παρέχει στη Γαλλία η εταιρεία AIRBNB Ireland μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας την οποία διαχειρίζεται από την Ιρλανδία απολαύουν της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών που προβλέπεται στο άρθρο 3 της [οδηγίας 2000/31];

(2) Είναι οι περιοριστικοί κανόνες σχετικά με την άσκηση του επαγγέλματος του μεσίτη ακινήτων στη Γαλλία, που θεσπίστηκαν με τον [νόμο Hoguet], εκτελεστοί έναντι της εταιρείας AIRBNB Ireland;

  1. Έγγραφες παρατηρήσεις έχουν κατατεθεί από την AIRBNB Ireland, την AHTOP, τις κυβερνήσεις της Γαλλίας, της Τσεχίας, της Ισπανίας και του Λουξεμβούργου και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Τα εν λόγω μέρη, με εξαίρεση την κυβέρνηση της Τσεχίας και του Λουξεμβούργου, εκπροσωπήθηκαν στην ακρόαση που πραγματοποιήθηκε στις 14 Ιανουαρίου 2019.

V. Ανάλυση

A. Η πρώτη ερώτηση

  1. Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ' ουσίαν, να εξακριβωθεί αν οι υπηρεσίες που παρέχει η AIRBNB Ireland πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτουν στην κατηγορία των "υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας" κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο α', της οδηγίας 2015/1535, στην οποία παραπέμπει το άρθρο 2, στοιχείο α', της οδηγίας 2000/31, και ότι, ως εκ τούτου, απολαύουν της ελεύθερης κυκλοφορίας που εξασφαλίζει η οδηγία αυτή.
  2. Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 της οδηγίας 2000/31, κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι οι υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας που παρέχονται από πάροχο υπηρεσιών εγκατεστημένο στην επικράτειά του συμμορφώνονται με τις εθνικές διατάξεις που ισχύουν στο εν λόγω κράτος μέλος και εμπίπτουν στο συντονισμένο πεδίο. Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας, αντίθετα, τα κράτη μέλη, εκτός από εκείνο στο έδαφος του οποίου είναι εγκατεστημένος ο πάροχος υπηρεσιών, δεν μπορούν, κατ' αρχήν, για λόγους που εμπίπτουν στο συντονισμένο πεδίο, να περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών αυτών. Συνεπώς, οι υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας είναι αυτές που επωφελούνται από την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών που αναφέρεται στο πρώτο ερώτημα.
  3. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο αρκείται στο να αναφέρει ότι η οδηγία 2000/31 αποκλείει την εφαρμογή περιοριστικών εθνικών κανόνων όπως ο νόμος Hoguet σε θέματα ηλεκτρονικού εμπορίου και ότι, ως εκ τούτου, πρέπει να προσδιοριστεί αν οι δραστηριότητες της AIRBNB Ireland εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας.
  4. Ως προς το σημείο αυτό, τα μέρη διατυπώνουν εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις και υποβάλλουν σκέψεις σχετικά με το αν, και, αν ναι, υπό ποιες επιφυλάξεις, οι δραστηριότητες της AIRBNB Ireland είναι συγκρίσιμες με εκείνες της Uber, η οποία αποτέλεσε αντικείμενο των αποφάσεων Asociación Profesional Elite Taxi (9 ) και Uber France. (10)
  5. Ουσιαστικά, η AIRBNB Ireland, η κυβέρνηση της Τσεχίας και του Λουξεμβούργου και η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι μια υπηρεσία όπως αυτή που παρέχει η AIRBNB Ireland - δεδομένου ότι επιτρέπει τη διασύνδεση παρόχων υπηρεσιών και δυνητικών πελατών - πληροί τα κριτήρια που ορίζονται στον ορισμό της "υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας" κατά την έννοια της οδηγίας 2000/31.
  6. Η AHTOP και η γαλλική και η ισπανική κυβέρνηση, από την άλλη πλευρά, θεωρούν ότι, σύμφωνα με το σκεπτικό που ακολούθησε το Δικαστήριο στην απόφαση Asociación Profesional Elite Taxi (11 ), μια υπηρεσία διαμεσολάβησης, όπως αυτή που παρέχει η AIRBNB Ireland, σε συνδυασμό με τις άλλες υπηρεσίες που προσφέρει η AIRBNB Ireland, συνιστά μια συνολική υπηρεσία της οποίας το κύριο στοιχείο είναι μια υπηρεσία που συνδέεται με ακίνητη περιουσία.
  7. Για να απαντήσω στο πρώτο ερώτημα, θα κάνω πρώτα μερικές γενικές παρατηρήσεις σχετικά με τις δραστηριότητες της AIRBNB Ireland και τη λειτουργία της ηλεκτρονικής πλατφόρμας της (σημεία 25 έως 33 της παρούσας γνωμοδότησης). Στη συνέχεια, θα απαντήσω στο ερώτημα αν, λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές, οι δραστηριότητες της AIRBNB Ireland εμπίπτουν στην έννοια των "υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας". Προς τούτο, θα αναφέρω τις νομοθετικές προϋποθέσεις υπό τις οποίες μια υπηρεσία μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην έννοια της "υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας" και θα παρουσιάσω τα ειδικά προβλήματα που εγείρουν οι ηλεκτρονικές πλατφόρμες όσον αφορά την κατάταξή τους υπό το πρίσμα της οδηγίας 2000/31 (σημεία 35 έως 44 της παρούσας γνώμης). Αφού περιγράψω λεπτομερώς τη λύση που αναπτύχθηκε στη νομολογία για την αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών (σημεία 45 έως 53 της παρούσας γνωμοδότησης), θα εξετάσω αν, και, αν ναι, υπό ποιες προϋποθέσεις, η λύση αυτή μπορεί να μεταφερθεί στις περιστάσεις της κύριας δίκης (σημεία 55 έως 78 της παρούσας γνωμοδότησης). Τέλος, με βάση τις σκέψεις αυτές, θα αναλύσω τον αντίκτυπο των άλλων υπηρεσιών που προσφέρει η AIRBNB Ireland στην κατάταξη της υπηρεσίας διαμεσολάβησης (σημεία 80 έως 85 της παρούσας γνώμης).
  8. Δραστηριότητες της AIRBNB Ireland
  9. Όπως προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης και τις εξηγήσεις που παρείχαν ορισμένα μέρη, καθώς και από τους όρους παροχής υπηρεσιών για τους χρήστες της εν λόγω πλατφόρμας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (12), η AIRBNB Ireland διαχειρίζεται ηλεκτρονική πλατφόρμα που επιτρέπει στους οικοδεσπότες που διαθέτουν ενοικιαζόμενα καταλύματα να συνδέονται με άτομα που αναζητούν αυτό το είδος καταλύματος.
  10. Η AIRBNB Ireland συγκεντρώνει τις καταχωρίσεις στην πλατφόρμα της, έτσι ώστε η αναζήτηση καταλύματος προς ενοικίαση να μπορεί να πραγματοποιηθεί με βάση διάφορα κριτήρια, ανεξάρτητα από την τοποθεσία του δυνητικού επισκέπτη. Τα αποτελέσματα μιας αναζήτησης που πραγματοποιείται, ιδίως, με βάση τον προορισμό και την περίοδο διαμονής εμφανίζονται με τη μορφή καταλόγου καταλυμάτων μαζί με φωτογραφίες και γενικές πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των τιμών. Ο χρήστης της πλατφόρμας μπορεί στη συνέχεια να λάβει λεπτομερέστερες πληροφορίες για κάθε κατάλυμα και, βάσει αυτών των πληροφοριών, να κάνει την επιλογή του.
  11. Ο οικοδεσπότης είναι υπεύθυνος για τον καθορισμό των τιμών, του ημερολογίου διαθεσιμότητας και των κριτηρίων κράτησης, καθώς και για την κατάρτιση των κανόνων του σπιτιού, τους οποίους πρέπει να αποδέχονται οι επισκέπτες. Επιπλέον, ο οικοδεσπότης πρέπει να επιλέξει μία από τις επιλογές που έχει προκαθορίσει το AIRBNB Ireland όσον αφορά τους όρους ακύρωσης της ενοικίασης του καταλύματός του.
  12. Οι υπηρεσίες που παρέχονται από το AIRBNB Ireland δεν περιορίζονται στην παροχή μιας πλατφόρμας που επιτρέπει τη σύνδεση οικοδεσποτών και επισκεπτών.
  13. Πρώτα απ' όλα, το AIRBNB Ireland έχει θέσει σε εφαρμογή ένα σύστημα με το οποίο οι οικοδεσπότες και οι επισκέπτες μπορούν να αφήνουν μια αξιολόγηση ο ένας για τον άλλον, μέσω μιας βαθμολογίας από μηδέν έως πέντε αστέρια. Οι αξιολογήσεις, μαζί με τυχόν σχόλια, είναι διαθέσιμες στην πλατφόρμα για τους οικοδεσπότες και τους επισκέπτες.
  14. Στη συνέχεια, σε ορισμένες περιπτώσεις, ιδίως όταν ένας οικοδεσπότης λαμβάνει μέτριες βαθμολογίες ή αρνητικά σχόλια ή ακυρώνει επιβεβαιωμένες κρατήσεις, η AIRBNB Ireland μπορεί να αναστείλει προσωρινά την καταχώριση, να ακυρώσει μια κράτηση ή ακόμη και να απαγορεύσει την πρόσβαση στον ιστότοπο.
  15. Τέλος, το AIRBNB Ireland προσφέρει επίσης στον οικοδεσπότη i) ένα πλαίσιο που καθορίζει τους όρους της προσφοράς του, ii) μια υπηρεσία φωτογράφησης, iii) ασφάλιση αστικής ευθύνης, iv) εγγύηση για ζημίες έως 800 000 ευρώ και v) ένα εργαλείο για την εκτίμηση της τιμής της ενοικίασης του με βάση τις μέσες τιμές της αγοράς που λαμβάνονται από την πλατφόρμα.
  16. Στο πλαίσιο του ομίλου AIRBNB, η AIRBNB Payments UK Ltd, εταιρεία που διέπεται από τους νόμους της Αγγλίας και της Ουαλίας και είναι εγκατεστημένη στο Λονδίνο, παρέχει υπηρεσίες ηλεκτρονικών πληρωμών στους χρήστες της ηλεκτρονικής πλατφόρμας της AIRBNB Ireland και διαχειρίζεται τις δραστηριότητες πληρωμών του ομίλου εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι, όταν ο οικοδεσπότης δέχεται έναν φιλοξενούμενο, ο φιλοξενούμενος καταβάλλει πληρωμή στην AIRBNB Payments UK, το ποσό της οποίας αντιστοιχεί στην τιμή ενοικίασης συν 6 έως 12% για τις χρεώσεις και την υπηρεσία που παρέχει η AIRBNB Ireland. Η AIRBNB Payments UK διατηρεί τα χρήματα για λογαριασμό του οικοδεσπότη και στη συνέχεια, 24 ώρες μετά την είσοδο του φιλοξενούμενου στο χώρο, τα μεταφέρει στον οικοδεσπότη με τραπεζικό έμβασμα, παρέχοντας έτσι στον φιλοξενούμενο εγγύηση για την ύπαρξη του ακινήτου και στον οικοδεσπότη εγγύηση πληρωμής.
  17. Έτσι, οι Γάλλοι χρήστες του διαδικτύου συνάπτουν σύμβαση με την AIRBNB Ireland για τη χρήση του ιστότοπου (τοποθέτηση καταχώρισης, κρατήσεις), αφενός, και με την AIRBNB Payments UK για τις πληρωμές που πραγματοποιούνται μέσω του εν λόγω ιστότοπου, αφετέρου.
  18. Τούτων δοθέντων, είναι σκόπιμο να επανέλθουμε στο ερώτημα κατά πόσον η υπηρεσία που παρέχει η AIRBNB Ireland μπορεί να θεωρηθεί υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας.
  19. τις δραστηριότητες της AIRBNB Ireland βάσει του ορισμού της οδηγίας 2000/31
  20. Μια υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας ορίζεται από την οδηγία 2015/1535 ως μια υπηρεσία που παρέχεται έναντι αμοιβής, εξ αποστάσεως, με ηλεκτρονικά μέσα και κατόπιν ατομικής αίτησης του αποδέκτη των υπηρεσιών.
  21. Εν προκειμένω, είναι αλήθεια ότι, εκ πρώτης όψεως και μεμονωμένα, η υπηρεσία που επιτρέπει στους χρήστες μιας ηλεκτρονικής πλατφόρμας να συνδέονται μεταξύ τους αντιστοιχεί στον ορισμό της υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας. Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε άλλωστε το Δικαστήριο στην απόφαση L'Oréal κ.λπ. (13) Από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι η λειτουργία μιας ηλεκτρονικής αγοράς, δηλαδή μιας υπηρεσίας του Διαδικτύου που συνίσταται στη διευκόλυνση των σχέσεων μεταξύ πωλητών και αγοραστών αγαθών, μπορεί, κατ' αρχήν, να συνιστά "υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας" κατά την έννοια της οδηγίας 2000/31.
  22. Ωστόσο, όπως παρατήρησα στη γνώμη μου στην υπόθεση Asociación Profesional Elite Taxi, (14) σχετικά με τις ηλεκτρονικές πλατφόρμες, ενώ το κριτήριο του κατά πόσον μια υπηρεσία παρέχεται έναντι αμοιβής και κατόπιν ατομικής αίτησης δεν φαίνεται να είναι προβληματικό, δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο για το κριτήριο του κατά πόσον μια υπηρεσία παρέχεται εξ αποστάσεως με ηλεκτρονικά μέσα. Πράγματι, τα όρια μεταξύ του τμήματος των υπηρεσιών που παρέχεται με ηλεκτρονικά μέσα και εκείνου που δεν παρέχεται με αυτόν τον τρόπο είναι ενίοτε δυσδιάκριτα.
  23. Ειδικότερα, όσον αφορά το ερώτημα αν η υπηρεσία που παρέχει η AIRBNB Ireland είναι κατά κανόνα επί πληρωμή, από τη διαταγή παραπομπής προκύπτει ότι το ποσό του μισθώματος που καταβάλλει ο φιλοξενούμενος περιλαμβάνει τα τέλη και την αμοιβή για την υπηρεσία που παρέχει η AIRBNB Ireland. Συνεπώς, πρέπει να διαπιστωθεί ότι υπάρχουν δύο κατηγορίες αποδεκτών όσον αφορά τις υπηρεσίες που παρέχει η AIRBNB Ireland: οι οικοδεσπότες και οι επισκέπτες, χωρίς οι κατηγορίες αυτές να είναι διακριτές. Ωστόσο, όπως προκύπτει από την απόφαση στην υπόθεση Παπασάββας (15), η αμοιβή για μια υπηρεσία που παρέχεται από έναν πάροχο υπηρεσιών στο πλαίσιο της οικονομικής του δραστηριότητας δεν καταβάλλεται κατ' ανάγκη από τα πρόσωπα που επωφελούνται από την εν λόγω υπηρεσία. Κατά μείζονα λόγο, όσον αφορά τις υπηρεσίες που συνίστανται στη σύνδεση των αποδεκτών τους, οι οποίοι διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, αρκεί η μία από τις κατηγορίες αυτές να καταβάλλει την αμοιβή στον πάροχο μιας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας.
  24. Όσον αφορά την προϋπόθεση που αφορά την παροχή μιας υπηρεσίας κατόπιν ατομικού αιτήματος του αποδέκτη της, πρέπει να σημειωθεί ότι, στην απόφαση στην υπόθεση Google France και Google (16 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι μια επί πληρωμή υπηρεσία παραπομπής, η οποία χρησιμοποιείται στο πλαίσιο μιας μηχανής αναζήτησης στο Διαδίκτυο, με την οποία ένας οικονομικός φορέας μπορεί να εμφανίζει στους χρήστες της εν λόγω μηχανής αναζήτησης διαφημιστικό σύνδεσμο προς τον ιστότοπό του, πληροί την προϋπόθεση που αφορά το ατομικό αίτημα του εν λόγω οικονομικού φορέα. Όσον αφορά τις υπηρεσίες της AIRBNB Ireland, ένας οικοδεσπότης πρέπει να απευθυνθεί στην πλατφόρμα που διαχειρίζεται η εν λόγω εταιρεία προκειμένου να εμφανιστεί το κατάλυμά του στην εν λόγω πλατφόρμα. Εξάλλου, με τη βοήθεια της πλατφόρμας της AIRBNB Ireland πρέπει ο επισκέπτης να πραγματοποιήσει αναζήτηση για να μπορέσει να νοικιάσει κατάλυμα που δημοσιεύεται στην εν λόγω πλατφόρμα.
  25. Αντιθέτως, η απάντηση στο ερώτημα αν η υπηρεσία που παρέχει η AIRBNB Ireland πληροί την τρίτη και την τέταρτη προϋπόθεση, που αναφέρονται στο σημείο 35 της παρούσας γνώμης, δηλαδή αν η υπηρεσία αυτή παρέχεται εξ αποστάσεως και με ηλεκτρονικά μέσα, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό, όπως προκύπτει από τη συζήτηση μεταξύ των μερών, από την άποψη που υιοθετείται κατά τον προσδιορισμό της έκτασης της εν λόγω υπηρεσίας.
  26. Για να καταδείξω την άποψή μου, η AIRBNB Ireland δεν συναντά φυσικά τους αποδέκτες των υπηρεσιών της: ούτε τους οικοδεσπότες ούτε τους φιλοξενούμενους. Όπως προκύπτει από τις προκαταρκτικές παρατηρήσεις σχετικά με τις δραστηριότητες της AIRBNB Ireland, ο οικοδεσπότης δεν υποχρεούται να πλησιάσει αυτοπροσώπως την AIRBNB Ireland προκειμένου να δημοσιεύσει το κατάλυμά του στην πλατφόρμα. Επιπλέον, ο χρήστης της πλατφόρμας που διαχειρίζεται η AIRBNB Ireland μπορεί να νοικιάσει ένα κατάλυμα από απόσταση, χωρίς να χρειάζεται να έρθει σε φυσική επαφή με τον εν λόγω πάροχο υπηρεσιών. Ωστόσο, είναι σαφές ότι η σύνδεση των χρηστών της πλατφόρμας που διαχειρίζεται η AIRBNB Ireland έχει ως αποτέλεσμα τη χρήση καταλύματος, η οποία μπορεί να θεωρηθεί ως μη ηλεκτρονικό στοιχείο της υπηρεσίας που παρέχει η εν λόγω εταιρεία.
  27. Μπορεί, υπό τις συνθήκες αυτές, η υπηρεσία που παρέχει η AIRBNB Ireland να θεωρηθεί υπηρεσία που παρέχεται εξ αποστάσεως, υπό την έννοια ότι, όπως απαιτεί το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, σημείο i, της οδηγίας 2015/1535, η υπηρεσία αυτή παρέχεται χωρίς την ταυτόχρονη παρουσία των μερών;
  28. Ομοίως, μπορεί η υπηρεσία που συνίσταται στη σύνδεση οικοδεσποτών και φιλοξενούμενων και έχει ως αποτέλεσμα τη χρήση καταλύματος να θεωρηθεί ότι παρέχεται εξ ολοκλήρου με τη χρήση ηλεκτρονικού εξοπλισμού, όπως απαιτεί το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, σημείο ii, της οδηγίας 2015/1535, και ότι δεν έχει καμία σχέση με τις υπηρεσίες που αναφέρονται στον ενδεικτικό κατάλογο του παραρτήματος Ι της εν λόγω οδηγίας, δηλαδή με υπηρεσίες υλικού περιεχομένου, έστω και αν παρέχονται με ηλεκτρονικά μέσα;
  29. Για να απαντήσω στα δύο αυτά ερωτήματα, θα ανατρέξω στη νομολογία του Δικαστηρίου, το οποίο έχει ήδη κληθεί να αποφανθεί σχετικά με την κατάταξη των μικτών υπηρεσιών, δηλαδή των υπηρεσιών που αποτελούνται από ένα στοιχείο που παρέχεται με ηλεκτρονικά μέσα και ένα άλλο που δεν παρέχεται με ηλεκτρονικά μέσα. (17)
  30. Οι μικτές υπηρεσίες υπό το πρίσμα της οδηγίας 2000/31
  31. Στην απόφαση Ker-Optika (18), το Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσον το γεγονός ότι η πώληση ή η προμήθεια φακών επαφής μπορεί να υπόκειται στην απαίτηση ότι ο ασθενής πρέπει πρώτα να λάβει ιατρική συμβουλή, η οποία συνεπάγεται φυσική εξέταση του ασθενούς, είναι ικανό να εμποδίσει την πώληση φακών μέσω του Διαδικτύου να χαρακτηριστεί ως "υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας" κατά την έννοια της οδηγίας 2000/31. Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι η εν λόγω λήψη ιατρικής συμβουλής δεν είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την πώληση φακών επαφής, για τον λόγο ότι μπορεί να πραγματοποιηθεί ανεξάρτητα από την πράξη της πώλησης.
  32. Από τη διαπίστωση αυτή συμπεραίνω ότι οι υπηρεσίες που δεν συνδέονται άρρηκτα με την υπηρεσία που παρέχεται με ηλεκτρονικά μέσα, υπό την έννοια ότι η πρώτη μπορεί να παρέχεται ανεξάρτητα από τη δεύτερη, δεν μπορούν να επηρεάσουν τη φύση της υπηρεσίας αυτής. Η υπηρεσία που παρέχεται με ηλεκτρονικά μέσα δεν χάνει το οικονομικό της συμφέρον και εξακολουθεί να είναι ανεξάρτητη από τις υπηρεσίες με υλικό περιεχόμενο.
  33. Από την άλλη πλευρά, η ταξινόμηση μιας υπηρεσίας που παρέχεται με ηλεκτρονικά μέσα απαιτεί λεπτομερή εξέταση όταν η υπηρεσία αυτή αποτελεί αδιαχώριστο σύνολο με μια υπηρεσία που έχει υλικό περιεχόμενο. (19)
  34. Στο πνεύμα αυτό, το Δικαστήριο έκρινε, με την απόφαση Asociación Profesional Elite Taxi (20), ότι η υπηρεσία διαμεσολάβησης που συνίσταται στη σύνδεση ενός μη επαγγελματία οδηγού που χρησιμοποιεί το δικό του όχημα με ένα πρόσωπο που επιθυμεί να πραγματοποιήσει μια αστική διαδρομή μπορεί, αυτοτελώς και εκ των προτέρων, να χαρακτηριστεί ως "υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας". (21) Ωστόσο, αφού έλαβε υπόψη όλα τα χαρακτηριστικά των δραστηριοτήτων της Uber, το Δικαστήριο έκρινε ότι η υπηρεσία διαμεσολάβησης που παρέχει πρέπει να θεωρηθεί ότι συνδέεται άρρηκτα με υπηρεσία μεταφορών και, ως εκ τούτου, ότι αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/31.
  35. Συναφώς, το Δικαστήριο επισήμανε, καταρχάς, ότι μια υπηρεσία όπως αυτή που παρέχει η Uber είναι κάτι περισσότερο από μια υπηρεσία διαμεσολάβησης που συνίσταται στη σύνδεση, μέσω μιας εφαρμογής για smartphone, ενός μη επαγγελματία οδηγού που χρησιμοποιεί το δικό του όχημα με ένα πρόσωπο που επιθυμεί να πραγματοποιήσει μια αστική διαδρομή. Ο πάροχος "της εν λόγω υπηρεσίας διαμεσολάβησης προσφέρει ταυτόχρονα υπηρεσίες αστικών μεταφορών, τις οποίες καθιστά προσιτές, ιδίως μέσω εργαλείων λογισμικού ... και των οποίων τη γενική λειτουργία οργανώνει προς όφελος των προσώπων που επιθυμούν να αποδεχθούν την προσφορά αυτή προκειμένου να πραγματοποιήσουν ένα αστικό ταξίδι" (22).
  36. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο παρείχε διευκρινίσεις που επέτρεπαν να εκτιμηθεί κατά πόσον πληρούνται τα δύο αυτά κριτήρια.
  37. Πιο συγκεκριμένα, το Δικαστήριο ανέφερε ότι, χωρίς την εφαρμογή που παρέχει η Uber, i) οι οδηγοί δεν θα οδηγούνταν στην παροχή υπηρεσιών μεταφοράς και ii) τα άτομα που επιθυμούν να πραγματοποιήσουν μια αστική διαδρομή δεν θα χρησιμοποιούσαν τις υπηρεσίες που παρέχουν οι εν λόγω οδηγοί. (23) Κατά τη γνώμη μου, η διευκρίνιση αυτή αναφέρεται στο κριτήριο που αφορά το γεγονός ότι η Uber προσφέρει υπηρεσίες με υλικό περιεχόμενο.
  38. Επιπλέον, το Δικαστήριο ανέφερε ότι η Uber ασκούσε αποφασιστική επιρροή στις συνθήκες υπό τις οποίες οι οδηγοί παρείχαν την εν λόγω υπηρεσία, καθορίζοντας, μέσω της εφαρμογής της, τουλάχιστον το μέγιστο κόμιστρο για το ταξίδι και ασκώντας έναν ορισμένο έλεγχο της ποιότητας των οχημάτων και των οδηγών τους. (24) Κατά τη γνώμη μου, η διευκρίνιση αυτή αποσκοπούσε στο να προσδιορίσει ότι η Uber οργάνωσε τη γενική λειτουργία των υπηρεσιών που δεν παρείχε με ηλεκτρονικά μέσα.
  39. Έτσι, στις αποφάσεις Asociación Profesional Elite Taxi (25) και Uber France (26), το Δικαστήριο καθόρισε δύο κριτήρια που πρέπει να εφαρμόζονται προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσον μια υπηρεσία που παρέχεται με ηλεκτρονικά μέσα και η οποία, εκ πρώτης όψεως, ανταποκρίνεται στον ορισμό της "υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας", είναι διαχωρίσιμη από άλλες υπηρεσίες με υλικό περιεχόμενο, δηλαδή τα κριτήρια που αφορούν το γεγονός ότι ο πάροχος υπηρεσιών προσφέρει υπηρεσίες με υλικό περιεχόμενο και το γεγονός ότι ο πάροχος υπηρεσιών ασκεί αποφασιστική επιρροή στους όρους υπό τους οποίους παρέχονται οι υπηρεσίες αυτές.
  40. Επομένως, πρέπει να προσδιοριστεί αν τα δύο αυτά κριτήρια πληρούνται υπό τις περιστάσεις της κύριας δίκης.
  41. Το κριτήριο σχετικά με την προσφορά υπηρεσιών

(α) Εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση

  1. Δημιούργησε η AIRBNB Ireland, στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της, προσφορά κατά την έννοια των αποφάσεων Asociación Profesional Elite Taxi (27) και Uber France; (28)
  2. Κατά την άποψή μου, το ερώτημα αυτό πρέπει να απαντηθεί αρνητικά, για τους ακόλουθους λόγους.
  3. Η προσφορά της Uber, η οποία αποτελούσε νέο φαινόμενο, τουλάχιστον στην περίπτωση της υπηρεσίας UberPop, βασιζόταν σε μη επαγγελματίες οδηγούς, και για τον λόγο αυτό το Δικαστήριο έκρινε ότι, χωρίς την εφαρμογή που παρείχε η Uber, η εν λόγω υπηρεσία μεταφορών κατά παραγγελία, η οποία παρέχεται από μη επαγγελματίες οδηγούς, δεν θα μπορούσε να παρασχεθεί. Ένας μη επαγγελματίας οδηγός θα μπορούσε, ομολογουμένως, να επιχειρήσει ο ίδιος να παράσχει υπηρεσία μεταφοράς κατά παραγγελία- ωστόσο, χωρίς την εφαρμογή της Uber, ο εν λόγω οδηγός δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί την αντιστοιχία μεταξύ της προσφοράς του και της ζήτησης.
  4. Σε αντίθεση με την πλατφόρμα της Uber, η πλατφόρμα του AIRBNB Ireland είναι ανοιχτή σε επαγγελματίες και μη επαγγελματίες οικοδεσπότες. Η αγορά βραχυχρόνιων καταλυμάτων, είτε είναι επαγγελματική είτε όχι, υπήρχε πολύ πριν από την έναρξη της δραστηριότητας της υπηρεσίας AIRBNB Ireland. Όπως παρατηρεί η κυβέρνηση του Λουξεμβούργου, επαγγελματίες και μη επαγγελματίες οικοδεσπότες μπορούν να προσφέρουν τα περιουσιακά τους στοιχεία μέσω πιο παραδοσιακών καναλιών. Ούτε είναι ασυνήθιστο για έναν οικοδεσπότη να δημιουργεί έναν ιστότοπο αφιερωμένο αποκλειστικά στο κατάλυμά του, ο οποίος μπορεί να βρεθεί με τη βοήθεια μηχανών αναζήτησης.
  5. Συνεπώς, οι υπηρεσίες διαμονής δεν είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την υπηρεσία που παρέχει η AIRBNB Ireland με ηλεκτρονικά μέσα, υπό την έννοια ότι μπορούν να παρέχονται ανεξάρτητα από την εν λόγω υπηρεσία. Οι εν λόγω υπηρεσίες διατηρούν το οικονομικό τους συμφέρον και παραμένουν ανεξάρτητες από την ηλεκτρονική υπηρεσία της AIRBNB Ireland.
  6. Δεδομένου ότι το κριτήριο της δημιουργίας προσφοράς υπηρεσιών κατά την έννοια της αποφάσεως Asociación Profesional Elite Taxi (29) δεν πληρούται στην προκειμένη περίπτωση, τίθεται το ερώτημα της σχέσεως μεταξύ του κριτηρίου αυτού και του κριτηρίου της ασκήσεως ελέγχου επί της παροχής των υπηρεσιών αυτών. Το ερώτημα αυτό δεν προέκυψε όσον αφορά τη δραστηριότητα της Uber, δεδομένου ότι τα δύο αυτά κριτήρια πληρούνταν στην υπόθεση αυτή. (30)

(β) Η σχέση μεταξύ της δημιουργίας μιας προσφοράς υπηρεσιών και της άσκησης ελέγχου επί των υπηρεσιών αυτών

  1. Οι νέες τεχνολογίες, όπως το διαδίκτυο, καθιστούν δυνατή την κάλυψη, σε άγνωστη μέχρι σήμερα κλίμακα, οποιασδήποτε ζήτησης με την κατάλληλη προσφορά. Ομοίως, κάθε προσφορά είναι ικανή να βρει μια ζήτηση. Αυτό είναι δυνατό, ιδίως λόγω των καινοτομιών που εισάγουν οι οικονομικοί φορείς που επιθυμούν να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητά τους. Οι καινοτομίες αυτές εντείνουν έτσι το οικονομικό εμπόριο και διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη μιας αγοράς χωρίς σύνορα. Μπορούν επίσης να οδηγήσουν στη δημιουργία μιας προσφοράς - ή ακόμη και μιας ζήτησης - που δεν υπήρχε προηγουμένως.
  2. Όλα αυτά συνάδουν με τη λογική της εσωτερικής αγοράς, η οποία, όπως επισημαίνει ο νομοθέτης της ΕΕ στην αιτιολογική σκέψη 3 της οδηγίας 98/48, επιτρέπει στους παρόχους τέτοιων υπηρεσιών να αναπτύξουν τις διασυνοριακές τους δραστηριότητες και στους καταναλωτές να έχουν νέες μορφές πρόσβασης σε αγαθά και υπηρεσίες.
  3. Υπό τις συνθήκες αυτές, θα ήταν αντίθετο προς τη λογική της εσωτερικής αγοράς και προς την απελευθέρωση των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, η οποία αποτελεί στόχο της οδηγίας 2000/31 (31 ), εάν οι καινοτομίες των οικονομικών φορέων που επιτρέπουν στους καταναλωτές να έχουν νέες μορφές πρόσβασης σε αγαθά ή υπηρεσίες οδηγούσαν, αποκλειστικά και μόνο λόγω της δημιουργίας νέας προσφοράς, στον αποκλεισμό των εν λόγω οικονομικών φορέων από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/31.
  4. Ωστόσο, μια καινοτομία που οδηγεί στην παροχή υπηρεσιών ουσιώδους περιεχομένου από έναν οικονομικό φορέα ή υπό τον έλεγχο ενός οικονομικού φορέα δεν μπορεί να διασφαλίσει την εφαρμογή της οδηγίας 2000/31, διότι, βάσει της παροχής μιας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας, ο εν λόγω οικονομικός φορέας θα ανταγωνίζεται άλλους παράγοντες της αγοράς που δεν επωφελούνται από την εν λόγω απελευθέρωση.
  5. Για τους λόγους αυτούς, το κριτήριο που αφορά τη δημιουργία παροχής υπηρεσιών αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, μόνο ένδειξη ότι μια υπηρεσία που παρέχεται με ηλεκτρονικά μέσα αποτελεί αδιαχώριστο σύνολο με μια υπηρεσία που έχει υλικό περιεχόμενο. Δεν αρκεί να δημιουργεί ένας πάροχος υπηρεσιών μια νέα παροχή υπηρεσιών που δεν παρέχονται με ηλεκτρονικά μέσα υπό την έννοια που μόλις εξήγησα στα σημεία 49 έως 51 της παρούσας γνώμης: η δημιουργία των υπηρεσιών αυτών πρέπει να ακολουθείται από τη διατήρηση, υπό τον έλεγχο του εν λόγω παρόχου, των όρων υπό τους οποίους παρέχονται.
  6. Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί ότι ο πάροχος υπηρεσιών που παρέχονται με ηλεκτρονικά μέσα μπορεί να οργανώσει τη δραστηριότητά του κατά τρόπο που να του επιτρέπει να ασκεί έλεγχο επί της παροχής υπηρεσιών με υλικό περιεχόμενο, ακόμη και αν οι υπηρεσίες αυτές αποτελούν μέρος της προϋπάρχουσας παροχής. Πρέπει τότε να θεωρηθεί, υπό τις συνθήκες αυτές, ότι ο εν λόγω πάροχος παρέχει υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας και, ως εκ τούτου, επωφελείται από την επιδιωκόμενη από την οδηγία 2000/31 απελευθέρωση Για τους λόγους που ανέφερα στο σημείο 64 της παρούσας γνώμης, το ερώτημα αυτό πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να απαντηθεί αρνητικά.
  7. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το κριτήριο που αφορά τη δημιουργία παροχής υπηρεσιών που δεν παρέχονται με ηλεκτρονικά μέσα δεν είναι καθοριστικό όσον αφορά το ερώτημα αν οι υπηρεσίες αυτές αποτελούν αδιαχώριστο σύνολο με μια υπηρεσία που παρέχεται με ηλεκτρονικά μέσα. Είναι η αποφασιστική επιρροή που ασκεί ο πάροχος υπηρεσιών επί των όρων παροχής των υπηρεσιών με υλικό περιεχόμενο που είναι ικανή να καταστήσει τις υπηρεσίες αυτές αδιαχώριστες από την υπηρεσία που ο εν λόγω πάροχος παρέχει με ηλεκτρονικά μέσα.
  8. Για τους λόγους αυτούς, και ακολουθώντας το σκεπτικό του Δικαστηρίου σχετικά με τη δραστηριότητα της Uber, πρέπει τώρα να προσδιοριστεί αν η AIRBNB Ireland ασκεί έλεγχο επί των όρων που διέπουν την παροχή των υπηρεσιών βραχυχρόνιας διαμονής.
  9. Ο έλεγχος που ασκείται στους όρους παροχής των υπηρεσιών
  10. Υπενθυμίζεται ότι στις αποφάσεις Asociación Profesional Elite Taxi (32) και Uber France (33), το Δικαστήριο έκρινε ότι η Uber ασκούσε αποφασιστική επιρροή στους όρους υπό τους οποίους παρέχεται η μεταφορά, ιδίως καθορίζοντας το μέγιστο κόμιστρο, εισπράττοντας το εν λόγω τίμημα από τον πελάτη προτού καταβάλει μέρος αυτού στον μη επαγγελματία οδηγό του οχήματος και ασκώντας έναν ορισμένο έλεγχο της ποιότητας των οχημάτων και των οδηγών τους και της συμπεριφοράς των οδηγών, ο οποίος θα μπορούσε, σε ορισμένες περιπτώσεις, να οδηγήσει στον αποκλεισμό τους. (34) Από την ανάγνωση των εν λόγω αποφάσεων προκύπτει σαφώς ότι ο εν λόγω κατάλογος έχει ενδεικτικό χαρακτήρα.
  11. Για τον λόγο αυτό, θεωρώ σκόπιμο να επισημάνω ότι, στις γνωμοδοτήσεις μου στις εν λόγω υποθέσεις, είχα επιστήσει την προσοχή του Δικαστηρίου στο γεγονός ότι η Uber ασκούσε έλεγχο επί άλλων σχετικών πτυχών μιας υπηρεσίας αστικών μεταφορών, δηλαδή επί των ελάχιστων συνθηκών ασφαλείας, μέσω των εκ των προτέρων απαιτήσεων σχετικά με τους οδηγούς και τα οχήματα, και επί της προσβασιμότητας της προσφοράς μεταφορών, ενθαρρύνοντας τους οδηγούς να εργάζονται όταν και όπου η ζήτηση ήταν υψηλή. (35)
  12. Οι περιστάσεις αυτές, στο σύνολό τους, με οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι η Uber ασκούσε έλεγχο επί των οικονομικά σημαντικών πτυχών της υπηρεσίας μεταφορών που προσφερόταν μέσω της πλατφόρμας της. Όσον αφορά τις κατά παραγγελία υπηρεσίες αστικών μεταφορών, η τιμή, η άμεση διαθεσιμότητα των μεταφορικών μέσων, που εξασφαλίζεται από το μέγεθος της προσφοράς, η ελάχιστη αποδεκτή ποιότητα για τους επιβάτες των εν λόγω μεταφορικών μέσων και η ασφάλεια των επιβατών αυτών, αποτελούν τους σημαντικότερους παράγοντες για τους αποδέκτες των εν λόγω υπηρεσιών. Αντιθέτως, στην προκειμένη περίπτωση δεν θεωρώ ότι η AIRBNB Ireland ασκεί έλεγχο επί όλων των οικονομικά σημαντικών πτυχών της υπηρεσίας βραχυχρόνιας διαμονής, όπως η τοποθεσία και τα πρότυπα των καταλυμάτων, τα οποία έχουν μείζονα σημασία στην περίπτωση μιας τέτοιας υπηρεσίας. Από την άλλη πλευρά, η τιμή δεν φαίνεται να διαδραματίζει τόσο σημαντικό ρόλο στο πλαίσιο των υπηρεσιών διαμονής όσο στο πλαίσιο των υπηρεσιών αστικών μεταφορών κατά παραγγελία. Σε κάθε περίπτωση, όπως αποκαλύπτει η ανάλυσή μου, η AIRBNB Ireland δεν ελέγχει την τιμή των υπηρεσιών διαμονής.
  13. Ομολογουμένως, είναι αλήθεια ότι, όπως παρατήρησε ιδίως η ισπανική κυβέρνηση κατά την ακρόαση, η ηλεκτρονική υπηρεσία της AIRBNB Ireland έχει αντίκτυπο στην αγορά βραχυχρόνιων καταλυμάτων και, στην πραγματικότητα, στην αγορά καταλυμάτων εν γένει. Τούτου λεχθέντος, η AIRBNB Ireland δεν φαίνεται να ενεργεί ούτε ως δύναμη που ρυθμίζει τις οικονομικές πτυχές της εν λόγω αγοράς ούτε ως πάροχος που ασκεί αποφασιστικό έλεγχο επί των όρων υπό τους οποίους παρέχονται οι υπηρεσίες διαμονής. Όλες οι κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις της λειτουργίας της πλατφόρμας της είναι αποτέλεσμα των ενεργειών των χρηστών της εν λόγω πλατφόρμας και της λογικής της προσφοράς και της ζήτησης.
  14. Εν προκειμένω, θεωρώ ότι, ενώ η AIRBNB Ireland παρέχει προαιρετική βοήθεια για τον καθορισμό της τιμής, δεν καθορίζει αυτή την τιμή, η οποία καθορίζεται από τον οικοδεσπότη. Επιπλέον, σε αντίθεση με την κατάσταση στην Uber, (36) οι οικοδεσπότες που χρησιμοποιούν την πλατφόρμα της AIRBNB Ireland δεν αποθαρρύνονται από το να καθορίζουν οι ίδιοι την τιμή, καθώς ο μόνος παράγοντας που θα μπορούσε να τους αποθαρρύνει να το πράξουν είναι η λογική της προσφοράς και της ζήτησης.
  15. Στη συνέχεια, όσον αφορά τις διαδικασίες για την παροχή των υπηρεσιών στέγασης, πρέπει να σημειωθεί ότι οι οικοδεσπότες είναι αυτοί που καθορίζουν τους όρους μίσθωσης. Ομολογουμένως, η AIRBNB Ireland προκαθορίζει τις επιλογές των όρων ακύρωσης. Ωστόσο, είναι πάντα ο οικοδεσπότης που επιλέγει συνειδητά μία από τις προτεινόμενες επιλογές και, κατά συνέπεια, η τελική απόφαση σχετικά με τους όρους ακύρωσης είναι θέμα του οικοδεσπότη.
  16. Επιπλέον, φαίνεται ότι, με βάση τις πληροφορίες που διατίθενται από τις αξιολογήσεις και τα σχόλια των χρηστών, η AIRBNB Ireland μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, να αναστείλει προσωρινά μια καταχώριση, να ακυρώσει μια κράτηση ή να απαγορεύσει την πρόσβαση στην πλατφόρμα της. Εν προκειμένω, ο διαχειριστής μιας ηλεκτρονικής πλατφόρμας μπορεί να αναθέσει στον εαυτό του εξουσία διοικητικού ελέγχου, ιδίως προκειμένου να διασφαλίσει την τήρηση των όρων των συμβάσεων που συνάπτει με τους χρήστες της εν λόγω πλατφόρμας. Επιπλέον, οι εν λόγω συμβατικοί όροι μπορούν να επιβάλλουν υποχρεώσεις στους χρήστες ώστε να τηρούνται τα πρότυπα λειτουργίας μιας ηλεκτρονικής πλατφόρμας. Όσον αφορά την ταξινόμηση των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, τίθεται, ωστόσο, το ζήτημα της έντασης της εξουσίας αυτής, η οποία αντανακλάται στην επιρροή επί της παροχής των υπηρεσιών που παρέχουν οι χρήστες της εν λόγω πλατφόρμας.
  17. Θα πρέπει να σημειωθεί, εν προκειμένω, ότι η Uber ασκούσε έλεγχο της ποιότητας των οχημάτων και των οδηγών τους, καθώς και της συμπεριφοράς των οδηγών με βάση τα πρότυπα που η ίδια η Uber είχε καθορίσει. Από την άλλη πλευρά, όπως προκύπτει από τα σημεία 27 και 29 της παρούσας γνωμοδότησης, ο έλεγχος που ασκεί η AIRBNB Ireland αφορά τη συμμόρφωση των χρηστών με πρότυπα που έχουν καθοριστεί ή, τουλάχιστον, επιλεγεί από τους εν λόγω χρήστες. Εν πάση περιπτώσει, όσον αφορά τη δραστηριότητα της Uber, η άσκηση της εξουσίας διοικητικού ελέγχου ήταν ένας μόνο από τους παράγοντες που οδήγησαν στον ισχυρισμό ότι ο εν λόγω πάροχος ασκούσε αποφασιστική επιρροή στους όρους υπό τους οποίους παρέχονται οι υπηρεσίες μεταφοράς.
  18. Τέλος, όσον αφορά το γεγονός, που έθεσε η AHTOP, ότι, όπως και η Uber, η AIRBNB Ireland εισπράττει το ποσό που αντιστοιχεί στην τιμή ενοικίασης και στη συνέχεια το μεταφέρει στον οικοδεσπότη, πρέπει να σημειωθεί και πάλι ότι, στην περίπτωση της δραστηριότητας της Uber, το γεγονός ότι ο πάροχος υπηρεσιών εισπράττει την τιμή ήταν ένας από τους παράγοντες που ελήφθησαν υπόψη για να αποφασιστεί ότι η υπηρεσία του δεν εμπίπτει στην έννοια της "υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας". Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το στοιχείο αυτό της υπηρεσίας που παρέχει η AIRBNB Ireland, το οποίο παρέχεται από την AIRBNB Payments UK, είναι χαρακτηριστικό της μεγάλης πλειοψηφίας των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, συμπεριλαμβανομένων των πλατφορμών που επιτρέπουν την κράτηση ξενοδοχείου ή την αγορά αεροπορικών εισιτηρίων. (37) Το γεγονός και μόνο ότι μια υπηρεσία που παρέχεται με ηλεκτρονικά μέσα περιλαμβάνει διευκολύνσεις πληρωμής για τις υπηρεσίες που δεν παρέχονται με ηλεκτρονικά μέσα δεν επιτρέπει το συμπέρασμα ότι όλες αυτές οι υπηρεσίες είναι αδιαχώριστες.
  19. Για όλους τους ανωτέρω λόγους, θεωρώ ότι δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η ηλεκτρονική υπηρεσία της AIRBNB Ireland πληροί το κριτήριο που αφορά την άσκηση ελέγχου επί των υπηρεσιών με υλικό περιεχόμενο, δηλαδή των υπηρεσιών βραχυχρόνιας διαμονής.
  20. Είναι τώρα σκόπιμο να εξεταστεί ένα τελευταίο σημείο, δηλαδή το επιχείρημα της AHTOP ότι, δεδομένου ότι η AIRBNB Ireland προσφέρει άλλες υπηρεσίες στους χρήστες της, ο χαρακτηρισμός της υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην παρούσα υπόθεση.
  21. Οι άλλες υπηρεσίες που προσφέρει το AIRBNB Ireland
  22. Φαίνεται ότι η AIRBNB Ireland προσφέρει και άλλες υπηρεσίες, δηλαδή υπηρεσία φωτογράφησης, ασφάλιση αστικής ευθύνης και εγγύηση για ζημιές.
  23. Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, στην απόφαση Ker-Optika (38), το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι υπηρεσίες που δεν συνδέονται άρρηκτα με την υπηρεσία που παρέχεται με ηλεκτρονικά μέσα, υπό την έννοια ότι η πρώτη μπορεί να παρέχεται ανεξάρτητα από τη δεύτερη, δεν είναι ικανές να επηρεάσουν τη φύση της εν λόγω υπηρεσίας. Η υπηρεσία που παρέχεται με ηλεκτρονικά μέσα δεν χάνει το οικονομικό της συμφέρον και παραμένει ανεξάρτητη από τις υπηρεσίες με υλικό περιεχόμενο.
  24. Εάν το συμπέρασμα αυτό μεταφερθεί στην παρούσα υπόθεση, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι άλλες υπηρεσίες που προσφέρει η AIRBNB Ireland είναι προαιρετικές και, κατά συνέπεια, έχουν επικουρικό χαρακτήρα σε σύγκριση με την υπηρεσία που παρέχεται με ηλεκτρονικά μέσα. Επομένως, οι υπηρεσίες αυτές είναι διαχωρίσιμες από την υπηρεσία που παρέχεται με ηλεκτρονικά μέσα. Πράγματι, ο οικοδεσπότης μπορεί, εκ των προτέρων και με δικά του μέσα, να λάβει φωτογραφίες, ασφάλιση ή εγγυήσεις από τρίτους.
  25. Ομολογουμένως, αυτές οι άλλες υπηρεσίες που προσφέρει η AIRBNB Ireland παρέχονται από την ίδια την AIRBNB Ireland, ενώ η ανάλυση του Δικαστηρίου στην απόφαση Ker-Optika (39) δεν αφορούσε τις συμβουλές που δίνει και τους ελέγχους που διενεργεί ο πωλητής φακών επαφής, αλλά αυτές που δίνει και διενεργεί ο οφθαλμίατρος.
  26. Ωστόσο, αμφιβάλλω αν η απάντηση που έδωσε το Δικαστήριο στην εν λόγω απόφαση θα ήταν διαφορετική αν οι υπηρεσίες αυτές είχαν παρασχεθεί από τον πάροχο της υπηρεσίας που παρέχεται με ηλεκτρονικά μέσα. Μου φαίνεται λογικό ότι, προκειμένου να καταστήσουν την προσφορά τους πιο ανταγωνιστική, οι πάροχοι θα πρέπει να διευρύνουν το φάσμα των υπηρεσιών που παρέχουν, ιδίως προσφέροντας υπηρεσίες που δεν παρέχονται με ηλεκτρονικά μέσα. Υπό την προϋπόθεση ότι οι υπηρεσίες αυτές είναι διαχωρίσιμες από την υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας, οι πρώτες υπηρεσίες δεν μεταβάλλουν τη φύση της δεύτερης υπηρεσίας. Εάν εφαρμοζόταν μια αντίθετη ερμηνεία, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει τους παρόχους υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας να περιορίσουν την ελκυστικότητα της προσφοράς τους ή να αναθέσουν, ακόμη και με τεχνητό τρόπο, σε τρίτους τις υπηρεσίες που έχουν υλικό περιεχόμενο.
  27. Συνοψίζοντας, το γεγονός ότι ο πάροχος μιας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας προσφέρει στους αποδέκτες της υπηρεσίας αυτής και άλλες υπηρεσίες υλικού περιεχομένου δεν εμποδίζει τον χαρακτηρισμό της εν λόγω υπηρεσίας ως "υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας", υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω άλλες υπηρεσίες δεν είναι αδιαχώριστες από την υπηρεσία που παρέχεται με ηλεκτρονικά μέσα, υπό την έννοια ότι η τελευταία υπηρεσία δεν χάνει το οικονομικό της συμφέρον και παραμένει ανεξάρτητη από τις υπηρεσίες υλικού περιεχομένου.
  28. Συμπεράσματα σχετικά με το πρώτο ερώτημα
  29. Κατόπιν της ανάλυσης που μόλις πραγματοποίησα, θεωρώ ότι οι υπηρεσίες με υλικό περιεχόμενο, οι οποίες δεν συνδέονται άρρηκτα με την υπηρεσία που παρέχεται με ηλεκτρονικά μέσα, δεν είναι ικανές να επηρεάσουν τη φύση της εν λόγω υπηρεσίας. Η υπηρεσία που παρέχεται με ηλεκτρονικά μέσα δεν χάνει το οικονομικό της συμφέρον και παραμένει ανεξάρτητη από τις υπηρεσίες υλικού περιεχομένου.
  30. Τα δύο κριτήρια που έχει θέσει σχετικά το Δικαστήριο στη νομολογία του, δηλαδή το κριτήριο της δημιουργίας παροχής υπηρεσιών και το κριτήριο της άσκησης ελέγχου επί των όρων παροχής των υπηρεσιών αυτών, επιτρέπουν να απαντηθεί το ερώτημα αν μια υπηρεσία που παρέχεται με ηλεκτρονικά μέσα και η οποία, εκ πρώτης όψεως, ανταποκρίνεται στον ορισμό της "υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας", είναι ή όχι διαχωρίσιμη από άλλες υπηρεσίες υλικού περιεχομένου.
  31. Ωστόσο, το κριτήριο της δημιουργίας παροχής αποτελεί απλώς ένδειξη του κατά πόσον μια υπηρεσία που παρέχεται με ηλεκτρονικά μέσα αποτελεί αδιαχώριστο σύνολο με μια υπηρεσία που έχει υλικό περιεχόμενο. Δεν αρκεί το γεγονός ότι ο πάροχος έχει δημιουργήσει μια νέα παροχή υπηρεσιών που δεν παρέχονται με ηλεκτρονικά μέσα με την έννοια που εξηγήθηκε ανωτέρω. Η δημιουργία μιας τέτοιας παροχής πρέπει να ακολουθείται από τη διατήρηση του ελέγχου, από τον εν λόγω πάροχο, των όρων υπό τους οποίους παρέχονται οι εν λόγω υπηρεσίες.
  32. Υπό το πρίσμα των σκέψεων αυτών, προτείνω, ως εκ τούτου, να δοθεί στο πρώτο ερώτημα η απάντηση ότι το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/1535, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η υπηρεσία που συνίσταται στη σύνδεση, μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας, δυνητικών επισκεπτών με οικοδεσπότες που προσφέρουν βραχυχρόνια καταλύματα, σε περίπτωση κατά την οποία ο πάροχος της υπηρεσίας αυτής δεν ασκεί έλεγχο επί των ουσιωδών διαδικασιών παροχής των υπηρεσιών αυτών, συνιστά υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας κατά την έννοια των διατάξεων αυτών. Το γεγονός ότι ο εν λόγω πάροχος υπηρεσιών προσφέρει και άλλες υπηρεσίες υλικού περιεχομένου δεν εμποδίζει τον χαρακτηρισμό της υπηρεσίας που παρέχεται με ηλεκτρονικά μέσα ως υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας, υπό την προϋπόθεση ότι η τελευταία αυτή υπηρεσία δεν αποτελεί αναπόσπαστο σύνολο με τις υπηρεσίες αυτές.
  33. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι όροι ενοικίασης των καταλυμάτων, δηλαδή οι υπηρεσίες που παρέχονται από τους οικοδεσπότες, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/31 και πρέπει να αξιολογούνται υπό το πρίσμα άλλων διατάξεων του δικαίου της ΕΕ. (40)
  34. Δεδομένου ότι το πρώτο ερώτημα απαιτεί καταφατική απάντηση και, κατά συνέπεια, η υπηρεσία που παρέχει η AIRBNB Ireland πρέπει να θεωρηθεί ως "υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας" κατά την έννοια της οδηγίας 2000/31, πρέπει να απαντηθεί το δεύτερο ερώτημα.

B. Το δεύτερο ερώτημα

  1. Με το δεύτερο ερώτημά του, το οποίο υποβάλλει σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ' ουσίαν, να εξακριβωθεί αν οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος Hoguet μπορούν να εφαρμοστούν στην AIRBNB Ireland ως πάροχο υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας.
  2. Παραδεκτό
  3. Η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει, πρωτίστως, ότι το Δικαστήριο είναι προδήλως αναρμόδιο να απαντήσει στο ερώτημα αυτό. Κατά την Κυβέρνηση αυτή, το δεύτερο ερώτημα αφορά την εξακρίβωση του κατά πόσον η AIRBNB Ireland εμπίπτει στο ratione materiae πεδίο εφαρμογής του νόμου Hoguet, το οποίο αποτελεί ζήτημα ερμηνείας του εθνικού δικαίου και, κατά συνέπεια, εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του αιτούντος δικαστηρίου.
  4. Επικουρικώς, η Γαλλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι το δεύτερο ερώτημα εξακολουθεί να είναι προδήλως απαράδεκτο, διότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι διευκρινίζει αν η AIRBNB Ireland εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής ratione materiae του νόμου Hoguet. (41)
  5. Δεν συμμερίζομαι τις επιφυλάξεις που εξέφρασε η γαλλική κυβέρνηση όσον αφορά το παραδεκτό του δεύτερου ερωτήματος.
  6. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι, στο πλαίσιο του εναλλακτικού επιχειρήματός της, η Γαλλική Κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι το αιτούν δικαστήριο υποδεικνύει σιωπηρά ότι η AIRBNB Ireland εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του νόμου Hoguet. Πράγματι, το δεύτερο ερώτημα δεν αφορά το κατά πόσον ο νόμος αυτός είναι εφαρμοστέος στην AIRBNB Ireland, αλλά το κατά πόσον οι περιοριστικοί κανόνες του νόμου Hoguet αντιτάσσονται στην επιχείρηση αυτή.
  7. Εξάλλου, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υπόκειται σε τεκμήριο συνάφειας και, ως εκ τούτου, μόνο σε σπάνιες και ακραίες περιπτώσεις το Δικαστήριο θα αρνηθεί να απαντήσει σε ένα τέτοιο αίτημα, ιδίως εάν είναι προφανές ότι το δίκαιο της ΕΕ δεν μπορεί να εφαρμοστεί στις περιστάσεις της διαφοράς της κύριας δίκης (42), πράγμα που δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση. Πράγματι, αντιλαμβάνομαι το δεύτερο ερώτημα ότι το αιτούν δικαστήριο αναρωτιέται κατά πόσον ένα κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο έδαφος του οποίου είναι εγκατεστημένος ο πάροχος μιας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας (το κράτος μέλος προέλευσης) μπορεί, μέσω κανόνων όπως αυτοί που θεσπίζει ο νόμος Hoguet, να επιβάλει πράγματι ορισμένες απαιτήσεις στον εν λόγω πάροχο υπηρεσιών. Όπως προκύπτει από τη συζήτηση μεταξύ των μερών, το ζήτημα αυτό μπορεί να καλύπτεται από διάφορες πράξεις του δικαίου της ΕΕ.
  8. Με την επιφύλαξη των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να σημειωθεί ότι κατά την ακρόαση η γαλλική κυβέρνηση δήλωσε ότι οι απαιτήσεις που προβλέπονται στο νόμο Hoguet δεν ισχύουν για παρόχους υπηρεσιών όπως η AIRBNB Ireland.
  9. Σε κάθε περίπτωση, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να καθορίσει το ακριβές πεδίο εφαρμογής του εθνικού δικαίου. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να απαντηθεί το δεύτερο ερώτημα, αφήνοντας στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει το ζήτημα του πεδίου εφαρμογής του νόμου Hoguet.
  10. Ουσία

(α) Η εφαρμογή της οδηγίας 2005/36/ΕΚ

  1. Η AHTOP ισχυρίζεται ότι η εκτελεστότητα του νόμου Hoguet κατά της AIRBNB Ireland θα πρέπει να αξιολογηθεί υπό το πρίσμα της οδηγίας 2005/36/ΕΚ (43 ), η οποία εξουσιοδοτεί τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν επαγγελματικά και δεοντολογικά πρότυπα, καθώς και πρότυπα σχετικά με την ευθύνη, σε ορισμένα επαγγέλματα.
  2. Αντιθέτως, η AIRBNB Ireland υποστηρίζει, καταρχάς, ότι η οδηγία 2000/31 δεν περιέχει καμία εξαίρεση που να συνεπάγεται ότι οι διατάξεις της οδηγίας 2005/36 υπερισχύουν των διατάξεων της προηγούμενης οδηγίας.
  3. Δεύτερον, η AIRBNB Ireland ισχυρίζεται ότι από το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/36 και από την απόφαση X-Steuerberatungsgesellschaft (44) προκύπτει ότι η οδηγία αυτή δεν εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, διότι η AIRBNB Ireland δεν μεταβαίνει στο γαλλικό έδαφος για να ασκήσει το επάγγελμά της.
  4. Επισημαίνεται, κατ' αρχάς, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/36, η αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, στο μέτρο που αφορά τους περιορισμούς που αφορούν τα επαγγελματικά προσόντα, εφαρμόζεται μόνον όταν ο πάροχος υπηρεσιών μεταβαίνει στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής για να ασκήσει, προσωρινά και περιστασιακά, το επάγγελμά του. Τίποτα δεν δείχνει ότι η AIRBNB Ireland βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση. Επομένως, δεν επωφελείται από την αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών που εγγυάται το άρθρο 5 της οδηγίας 2005/36.
  5. Στην απόφαση στην υπόθεση X-Steuerberatungsgesellschaft (45), στην οποία επικαλείται η AIRBNB Ireland, το Δικαστήριο έκρινε ότι σε μια τέτοια κατάσταση ο πάροχος υπηρεσιών δεν μπορούσε επίσης να επικαλεστεί την αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών που εγγυάται η οδηγία 2006/123/ΕΚ (46) και ότι, κατά συνέπεια, ήταν αναγκαίο να εκτιμηθούν οι όροι πρόσβασης σε ένα επάγγελμα με αναφορά στη Συνθήκη FEU. (47)
  6. Στην προκειμένη περίπτωση, τίθεται έτσι το ζήτημα της σχέσης μεταξύ, αφενός, της οδηγίας 2000/31 και της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας και, αφετέρου, της εξουσίας των κρατών μελών να ρυθμίζουν τους όρους πρόσβασης σε ένα επάγγελμα.
  7. Στη βιβλιογραφία έχει διατυπωθεί η άποψη ότι οι προϋποθέσεις πρόσβασης σε ένα επάγγελμα δεν μπορούν να εφαρμοστούν σε έναν πάροχο που προσφέρει υπηρεσίες με τη βοήθεια του διαδικτύου. (48) Στην πραγματικότητα, το συντονισμένο πεδίο περιλαμβάνει, ιδίως, τις απαιτήσεις που αφορούν την πρόσβαση στη δραστηριότητα μιας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας, όπως εκείνες που αφορούν τα προσόντα, την άδεια ή την κοινοποίηση, ακόμη και αν οι απαιτήσεις αυτές είναι γενικού χαρακτήρα. (49) Επιπλέον, σε αντίθεση με την οδηγία 2006/123, (50) η οδηγία 2000/31 δεν περιέχει καμία εξαίρεση που να προβλέπει ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας δεν επηρεάζει τις απαιτήσεις που αφορούν την πρόσβαση σε ρυθμιζόμενο επάγγελμα.
  8. Κατά συνέπεια, τουλάχιστον όσον αφορά τις απαιτήσεις σχετικά με την πρόσβαση σε ρυθμιζόμενο επάγγελμα, ένας πάροχος υπηρεσιών που παρέχει υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας σε κράτος μέλος καταγωγής μπορεί να επικαλεστεί την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών που εγγυάται η οδηγία 2000/31. (51) Δεδομένου ότι το ζήτημα αυτό καλύπτεται από την οδηγία 2000/31, δεν χρειάζεται να αξιολογηθεί υπό το πρίσμα του πρωτογενούς δικαίου. (52)

(β) Η εφαρμογή της οδηγίας 2007/64/ΕΚ

  1. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι υπηρεσίες που παρέχονται από την AIRBNB Payments UK ενδεχομένως υπόκεινται στην οδηγία 2007/64/ΕΚ. (53)
  2. Δεδομένου ότι το δεύτερο ερώτημα τίθεται για την περίπτωση που το Δικαστήριο απαντήσει καταφατικά στο πρώτο ερώτημα, πράγμα που σημαίνει ότι η AIRBNB Ireland επωφελείται από την αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας που εγγυάται η οδηγία 2000/31, θα περιορίσω την ανάλυση του δεύτερου ερωτήματος στην εν λόγω οδηγία.
  3. Επιπλέον, δεδομένου ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν αναφέρει την οδηγία 2007/64 και ότι η AIRBNB Payments UK δεν είναι διάδικος της κύριας δίκης, δεν θεωρώ σκόπιμο, ελλείψει διευκρινίσεων του αιτούντος δικαστηρίου και παρατηρήσεων των διαδίκων πλην της Επιτροπής, να εξετάσω τα ερωτήματα που ενδέχεται να ανακύψουν βάσει της οδηγίας αυτής. Πράγματι, το Δικαστήριο δεν διαθέτει επαρκείς πληροφορίες για να τα αναλύσει αυτεπαγγέλτως.

(γ) Η ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας και το πεδίο εφαρμογής της

  1. Επισημαίνεται κατ' αρχάς ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/31, κάθε κράτος μέλος οφείλει να διασφαλίζει ότι οι υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας που παρέχονται από πάροχο υπηρεσιών εγκατεστημένο στην επικράτειά του συμμορφώνονται με τις εθνικές διατάξεις που ισχύουν στο εν λόγω κράτος μέλος και εμπίπτουν στον συντονισμένο τομέα, όπως ορίζεται στο άρθρο 2, στοιχείο η', της εν λόγω οδηγίας. Αντιθέτως, με εξαίρεση τις περιπτώσεις του άρθρου 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2000/31, το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής απαγορεύει στα άλλα κράτη μέλη, για λόγους που εμπίπτουν στο συντονισμένο πεδίο, να περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας.
  2. Οι υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας επωφελούνται από την ελεύθερη κυκλοφορία που εγγυάται η οδηγία 2000/31 μόνο όσον αφορά τους τομείς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας. Το άρθρο 1, παράγραφος 5, της οδηγίας 2000/31 ορίζει τους τομείς και τα ζητήματα στα οποία η οδηγία αυτή δεν εφαρμόζεται, αλλά η παρούσα υπόθεση δεν αφορά κανένα από αυτά. (54)
  3. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 3 της οδηγίας 2000/31, οι υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας δεν απολαύουν της ελεύθερης κυκλοφορίας όσον αφορά τους τομείς που αναφέρονται στο παράρτημα της εν λόγω οδηγίας. Οι απαιτήσεις του νόμου Hoguet δεν εμπίπτουν σε κανέναν από τους τομείς αυτούς. (55)
  4. Οι απαιτήσεις που αφορούν τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας, οι οποίες εμπίπτουν στο συντονισμένο πεδίο, μπορούν να εκδίδονται από το κράτος μέλος προέλευσης ή - εντός των ορίων που θέτει η οδηγία 2000/31, στο άρθρο 3 παράγραφος 4 - από άλλα κράτη μέλη.
  5. Η παρούσα υπόθεση αφορά την τελευταία αυτή περίπτωση, κατά την οποία η νομοθεσία κράτους μέλους άλλου από το κράτος μέλος καταγωγής μπορεί να περιορίσει τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας και, κατά συνέπεια, εμπίπτει εκ πρώτης όψεως στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/31. (56)
  6. Ο συντονισμένος τομέας, όπως ορίζεται στο άρθρο 2, στοιχείο η', της οδηγίας 2000/31, υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 21 της οδηγίας αυτής, περιλαμβάνει τις απαιτήσεις που αφορούν την πρόσβαση στη δραστηριότητα μιας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας και την άσκηση της δραστηριότητας αυτής, είτε αυτές είναι γενικής φύσεως είτε σχεδιάστηκαν ειδικά για τις υπηρεσίες αυτές ή τους παρόχους τους. (57) Συνεπώς, οι απαιτήσεις που θεσπίζει ο νόμος Hoguet φαίνεται να εμπίπτουν στο συντονισμένο πεδίο.
  7. Προκειμένου μια απαίτηση που έχει θεσπιστεί από κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο πάροχος υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας να είναι εκτελεστή κατά του εν λόγω παρόχου και να οδηγεί στον περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών αυτών, η απαίτηση αυτή πρέπει να είναι μέτρο που πληροί τις ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχεία α' και β', αντίστοιχα, της οδηγίας 2000/31.

(δ) Τα μέτρα παρέκκλισης από την οδηγία 2000/31

  1. Πρέπει να σημειωθεί εξαρχής ότι ο νόμος Hoguet, που θεσπίστηκε το 1970, προϋπήρχε της οδηγίας 2000/31. Είναι, επομένως, προφανές ότι οι απαιτήσεις του νόμου αυτού δεν διατυπώθηκαν εξαρχής ως μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής. Εξάλλου, η οδηγία 2000/31 δεν περιέχει ρήτρα που να επιτρέπει στα κράτη μέλη να διατηρούν προγενέστερα μέτρα που ενδέχεται να περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας.
  2. Ωστόσο, δεν μπορώ να αποκλείσω εντελώς το ενδεχόμενο ένα μέτρο που προϋπήρχε της οδηγίας 200/31 ή θεσπίστηκε βάσει νομοθεσίας που προϋπήρχε αυτής, εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 3, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας, να περιορίζει την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας.
  3. Εξάλλου, από τη διατύπωση του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο β', της οδηγίας 2000/31 προκύπτει ότι ένα κράτος μέλος μπορεί να παρεκκλίνει από το άρθρο 3, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας με δύο είδη μέτρων: εκείνα που υπόκεινται στις διαδικαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο β', της οδηγίας αυτής και εκείνα που δεν υπόκεινται στις προϋποθέσεις αυτές, δηλαδή, τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις, τα μέτρα που λαμβάνονται στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας. (58)
  4. Πρέπει να σημειωθεί ότι, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, το αν η AIRBNB Ireland θα κριθεί ποινικά υπεύθυνη στο τέλος της κύριας δίκης εξαρτάται από την απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα αν ο εν λόγω πάροχος υπηρεσιών ήταν υποχρεωμένος να πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις διατάξεις του νόμου Hoguet. Αυτός, κατά τη γνώμη μου, είναι ο λόγος για τον οποίο το αιτούν δικαστήριο αναρωτιέται αν οι κανόνες περί ασκήσεως του επαγγέλματος του μεσίτη ακινήτων μπορούν να εφαρμοστούν κατά του εν λόγω παρόχου υπηρεσιών.
  5. Αφού το ξεκαθάρισα αυτό, θα προχωρήσω τώρα στην ανάλυση των προϋποθέσεων του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχεία α' και β', της οδηγίας 2000/31.

(ε) Ουσιαστικοί όροι

  1. Κατ' αρχάς, από το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο α', σημείο i', της οδηγίας 2000/31 προκύπτει ότι επιτρέπονται παρεκκλίσεις από την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως όταν είναι αναγκαίες για λόγους δημόσιας τάξης, προστασίας της δημόσιας υγείας, δημόσιας ασφάλειας ή προστασίας των καταναλωτών. Οι απαιτήσεις του νόμου Hoguet φαίνεται να αποσκοπούν στην προστασία των καταναλωτών.
  2. Ακολούθως, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο α), σημείο ii), της οδηγίας 2000/31, οι παρεκκλίσεις αυτές μπορούν να εφαρμοστούν όταν μια υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας που επηρεάζεται από μέτρο το οποίο έλαβε κράτος μέλος άλλο από το κράτος προέλευσης θίγει τον εν λόγω στόχο ή ενέχει σοβαρό και σοβαρό κίνδυνο θίξεώς του.
  3. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 4 στοιχείο α) σημείο iii) της οδηγίας 2000/31, οι παρεκκλίσεις αυτές πρέπει να είναι αναλογικές.
  4. Η διάταξη περί παραπομπής δεν περιέχει τίποτε βάσει του οποίου θα μπορούσε να κριθεί αν νομοθεσία όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη πληροί τις προϋποθέσεις αυτές.
  5. Ως εκ τούτου, εναπόκειται στο κράτος μέλος που επιδιώκει, για λόγους που εμπίπτουν στο συντονισμένο πεδίο, να περιορίσει την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας να αποδείξει ότι πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο α', της οδηγίας 2000/31.
  6. Πράγματι, ελλείψει διευκρινίσεων σχετικά με την ανάγκη λήψεως του επίμαχου μέτρου και το ενδεχόμενο η υπηρεσία της AIRBNB Ireland να θίγει έναν από τους στόχους που προσδιορίζονται στο άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, σημείο iʹ, της οδηγίας 2000/31, το δεύτερο ερώτημα δεν μπορεί να νοηθεί διαφορετικά από το να επιδιώκει να εξακριβώσει αν ένα κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος προελεύσεως μπορεί να επιτρέψει σε ένα άλλο κράτος μέλος να επιβάλει, με δική του πρωτοβουλία και χωρίς να εξετάσει τις ουσιαστικές προϋποθέσεις, τις απαιτήσεις σχετικά με την άσκηση του επαγγέλματος του μεσίτη ακινήτων στους παρόχους μιας κατηγορίας υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας.
  7. Νομίζω ότι η οδηγία 2000/31 απαγορεύει σε ένα κράτος μέλος να μπορεί να περιορίσει, υπό αυτές τις συνθήκες και με αυτόν τον τρόπο, την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας από άλλο κράτος μέλος.
  8. Πρώτον, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/31 επιβάλλει στα κράτη μέλη προέλευσης την υποχρέωση να εξασφαλίζουν ότι οι υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας που παρέχονται από πάροχο υπηρεσιών εγκατεστημένο στο έδαφός τους συμμορφώνονται με τις εθνικές διατάξεις που ισχύουν στα κράτη μέλη που εμπίπτουν στο συντονισμένο πεδίο. (59) Σε αντίθεση με τη γενική αυτή υποχρέωση, προκειμένου να μην "αποδυναμωθεί" η αρχή του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/31, το άρθρο 3, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας θα μπορούσε να ερμηνευθεί ότι επιτρέπει σε άλλα κράτη μέλη, πλην του κράτους μέλους προέλευσης, να παρεκκλίνουν από την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών μόνο κατά έμμεσο τρόπο.
  9. Δεύτερον, το άρθρο 3 της οδηγίας 2000/31 πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να εγγυάται την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας μεταξύ των κρατών μελών. (60) Εάν τα κράτη μέλη, εκτός από το κράτος μέλος προέλευσης, ήταν επίσης αρμόδια να εφαρμόζουν με δική τους πρωτοβουλία, σε όλους τους παρόχους μιας κατηγορίας υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, μέτρα γενικού και αφηρημένου χαρακτήρα, η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών αυτών θα αποδυναμωνόταν σημαντικά. Πράγματι, το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/31 εγγυάται σε έναν πάροχο υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας ορισμένο βαθμό ασφάλειας δικαίου: με την επιφύλαξη των παρεκκλίσεων που επιτρέπει το άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2000/31, ο εν λόγω πάροχος υπηρεσιών δεν μπορεί να υπόκειται σε απαιτήσεις αυστηρότερες από εκείνες που προβλέπει η υλική νομοθεσία που ισχύει στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένος.
  10. Τρίτον, τα μέτρα που θεσπίζονται βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2000/31 δεν αφορούν τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας ή τους παρόχους τους, αλλά μια συγκεκριμένη υπηρεσία.
  11. Τέταρτον, προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσον μια υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας θίγει έναν συγκεκριμένο στόχο ή ενέχει σοβαρό και σοβαρό κίνδυνο να θιγεί ο στόχος αυτός, είναι σκόπιμο, κατά την άποψή μου, σε κάθε περίπτωση, να εξετάζονται οι περιστάσεις της υπόθεσης.
  12. Τέλος, πέμπτον, οι ανωτέρω εκτιμήσεις υποστηρίζονται από τις διαδικαστικές προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί ένα κράτος μέλος που επιδιώκει να περιορίσει την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών και στις οποίες θα επανέλθω στη συνέχεια. (61) Πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο β', της οδηγίας 2000/31, ένα κράτος μέλος που σκοπεύει να λάβει μέτρα παρέκκλισης από το άρθρο 3, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας πρέπει πρώτα να γνωστοποιήσει στην Επιτροπή την πρόθεσή του αυτή και να ζητήσει από το κράτος μέλος προέλευσης να λάβει μέτρα όσον αφορά τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας. Το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί, ελλείψει κατάλληλης απάντησης από το κράτος μέλος προέλευσης, να λάβει τα προβλεπόμενα μέτρα. Οι εν λόγω διαδικαστικοί όροι επιβεβαιώνουν σαφώς ότι τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2000/31 μπορούν να θεσπιστούν μόνο ad hoc.
  13. Για τους λόγους αυτούς, θεωρώ ότι ένα κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος προέλευσης μπορεί να παρεκκλίνει από την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας μόνο με μέτρα που λαμβάνονται κατά περίπτωση. (62)
  14. Επιπλέον, θεωρώ ότι οι απαιτήσεις του νόμου Hoguet μπορεί να εγείρουν αμφιβολίες ως προς την αναλογικότητά τους. Από τη συζήτηση μεταξύ των μερών κατά την ακρόαση συμπεραίνω ότι δεν είναι βέβαιο ότι, βάσει του νόμου Hoguet, η AIRBNB Ireland θα μπορούσε να γίνει κάτοχος επαγγελματικής άδειας. Ωστόσο, με βάση τις πληροφορίες που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο στην αίτησή του, το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να αποφανθεί επί του σημείου αυτού.
  15. Εν πάση περιπτώσει, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να διαπιστώσει αν, λαμβανομένων υπόψη όλων των στοιχείων που του έχουν υποβληθεί, τα επίμαχα μέτρα είναι αναγκαία για την προστασία των καταναλωτών και δεν υπερβαίνουν τα αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.

(στ) Διαδικαστικοί όροι

  1. Υπενθυμίζεται ότι από το άρθρο 3 παράγραφος 4 στοιχείο β) της οδηγίας 2000/31 προκύπτει ότι ένα κράτος μέλος που προτίθεται να λάβει μέτρα που περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας από άλλο κράτος μέλος πρέπει πρώτα να κοινοποιήσει την πρόθεσή του στην Επιτροπή και να ζητήσει από το κράτος μέλος προέλευσης να λάβει μέτρα για τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας.
  2. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η Γαλλική Δημοκρατία ζήτησε από την Ιρλανδία να λάβει μέτρα όσον αφορά τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας.
  3. Ούτε προκύπτει ότι η προϋπόθεση της κοινοποίησης στην Επιτροπή πληρούται, είτε κατά τη διάρκεια είτε μετά την περίοδο μεταφοράς της οδηγίας 2000/31.
  4. Από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η μη κοινοποίηση τεχνικών κανονισμών, όπως προβλέπεται στην οδηγία 2015/1535, σημαίνει ότι οι εν λόγω τεχνικοί κανονισμοί είναι ανεφάρμοστοι και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να επιβληθούν έναντι ιδιωτών. (63) Είναι η ίδια έννομη συνέπεια στην περίπτωση παράλειψης κοινοποίησης στην Επιτροπή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2000/31; (64)
  5. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι ο γενικός εισαγγελέας Jacobs, στις προτάσεις του στην υπόθεση Enichem Base κ.λπ.(65), έκανε διάκριση μεταξύ, αφενός, των υποχρεώσεων ενημερώσεως της Επιτροπής που συνοδεύονται από ειδικές διατάξεις που επιτρέπουν στην Επιτροπή και στα διάφορα κράτη μέλη να διατυπώνουν παρατηρήσεις επί των κοινοποιούμενων σχεδίων και απαιτούν από τα κράτη μέλη, υπό ορισμένες συνθήκες, να αναβάλουν την έκδοση των σχεδίων αυτών για ορισμένες περιόδους και, αφετέρου, των υποχρεώσεων ενημερώσεως της Επιτροπής που δεν περιορίζονται από τέτοιες διαδικασίες. Ο γενικός εισαγγελέας Jacobs ανέφερε στη συνέχεια ότι, ελλείψει οποιασδήποτε προβλεπόμενης διαδικασίας αναστολής της εισαγωγής του σχετικού μέτρου ή κοινοτικού ελέγχου, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η παράλειψη ενημέρωσης της Επιτροπής είχε ως αποτέλεσμα να καταστούν τα μέτρα παράνομα.(66)
  6. Στην απόφασή του, το Δικαστήριο έκρινε ότι, ελλείψει διαδικασίας κοινοτικού ελέγχου των σχεδίων κανόνων και εφόσον η εφαρμογή των σχεδιαζόμενων κανόνων δεν εξαρτάται από τη συμφωνία της Επιτροπής ή τη μη διαφωνία της, κανόνας που υποχρεώνει τα κράτη μέλη να ενημερώνουν την Επιτροπή για τα σχέδια και τους κανόνες αυτούς δεν παρέχει στους ιδιώτες κανένα δικαίωμα το οποίο μπορούν να διεκδικήσουν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων με την αιτιολογία ότι οι κανόνες θεσπίστηκαν χωρίς να έχουν προηγουμένως κοινοποιηθεί στην Επιτροπή. (67)
  7. Ομοίως, σε μεταγενέστερη νομολογία σχετικά με την παράλειψη κοινοποίησης των μέτρων που προβλέπουν οι οδηγίες που προηγήθηκαν της οδηγίας 2015/1535, το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι νομικές πράξεις που συνεπάγονται την κύρωση της μη εφαρμογής λόγω της παράλειψης αυτής προβλέπουν διαδικασία ενωσιακού ελέγχου των σχεδίων κανονισμών και εξαρτούν την ημερομηνία έναρξης ισχύος τους από τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής ή την έλλειψη αντίρρησης. (68)
  8. Υπό το πρίσμα αυτών των εκτιμήσεων της νομολογίας πρέπει να προσδιοριστούν τα αποτελέσματα της παράλειψης κοινοποιήσεως που προβλέπει η οδηγία 2000/31.
  9. Είναι αλήθεια ότι το άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2000/31 δεν εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να ακυρώσει ή να ακυρώσει τα αποτελέσματα ενός εθνικού μέτρου. Αντιθέτως, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 6, της εν λόγω οδηγίας, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από το οικείο κράτος μέλος να μην λάβει τα προτεινόμενα μέτρα ή να θέσει επειγόντως τέρμα στα εν λόγω μέτρα. Επιπλέον, η Επιτροπή μπορεί να κινήσει διαδικασία επί παραβάσει κατά του κράτους μέλους όταν αυτό δεν έχει συμμορφωθεί με την υποχρέωσή του να μην λάβει ή να παύσει ένα μέτρο. (69)
  10. Επιπλέον, σε επείγουσες περιπτώσεις, το άρθρο 3 παράγραφος 5 της οδηγίας 2000/31 επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν μέτρα που περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας. Σε επείγουσες περιπτώσεις, τα μέτρα πρέπει να κοινοποιούνται το συντομότερο δυνατό στην Επιτροπή. Συμπεραίνω ότι, εκ πρώτης όψεως, ένα μέτρο μπορεί να παράγει τα αποτελέσματά του χωρίς να υπόκειται, πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του, στη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής ή στην έλλειψη αντίρρησης.
  11. Ούτε η οδηγία 2015/1535 εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να ακυρώνει ή να αναστέλλει την έναρξη ισχύος εθνικών κανονισμών. Αντιθέτως, η εν λόγω οδηγία απαιτεί από τα κράτη μέλη να συμμορφώνονται με τις οδηγίες της Επιτροπής.
  12. Επιπλέον, σύμφωνα με την οδηγία 2015/1535, ένα κράτος μέλος μπορεί επίσης να προσφύγει στη διαδικασία του επείγοντος όταν κρίνει ότι πρέπει να καταρτίσει τεχνικούς κανονισμούς σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα.
  13. Για τους λόγους αυτούς, λαμβανομένης υπόψη της αναλογίας μεταξύ της διαδικασίας ελέγχου όσον αφορά τους τεχνικούς κανονισμούς που προβλέπεται στην οδηγία 2015/1535 και της διαδικασίας ελέγχου όσον αφορά τα μέτρα που περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, θεωρώ ότι, σύμφωνα με την οδηγία 2000/31, η παράλειψη κοινοποίησης συνεπάγεται την κύρωση της μη εφαρμογής του μέτρου κατά του παρόχου των εν λόγω υπηρεσιών.
  14. Υπό το πρίσμα των σκέψεων αυτών, προτείνω να δοθεί στο δεύτερο ερώτημα η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2000/31 έχει την έννοια ότι κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο έδαφος του οποίου είναι εγκατεστημένος πάροχος υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας δεν μπορεί, για λόγους που εμπίπτουν στο συντονισμένο πεδίο, να περιορίσει την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών αυτών, βασιζόμενο, έναντι του παρόχου υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, με δική του πρωτοβουλία και χωρίς να είναι αναγκαία η εξέταση των ουσιαστικών προϋποθέσεων, σε απαιτήσεις όπως αυτές που αφορούν την άσκηση του επαγγέλματος του κτηματομεσίτη, οι οποίες προβλέπονται στο νόμο Hoguet.

VI. Συμπεράσματα

  1. Υπό το πρίσμα όλων των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε ο ανακριτής του Tribunal de grande instance de Paris (Γαλλία) ως εξής:

(1) Το άρθρο 2 στοιχείο α) της οδηγίας 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά ("οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο"), σε συνδυασμό με το άρθρο 1 στοιχείο β) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/1535 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών κανόνων και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι υπηρεσία που συνίσταται στη σύνδεση, μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας, δυνητικών επισκεπτών με οικοδεσπότες που προσφέρουν βραχυχρόνια καταλύματα, σε περίπτωση κατά την οποία ο πάροχος της υπηρεσίας αυτής δεν ασκεί έλεγχο επί των ουσιωδών διαδικασιών παροχής των εν λόγω υπηρεσιών, συνιστά υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας κατά την έννοια των εν λόγω διατάξεων.

(2) Το άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2000/31 έχει την έννοια ότι κράτος μέλος, διαφορετικό από εκείνο στο έδαφος του οποίου είναι εγκατεστημένος πάροχος υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, δεν μπορεί, για λόγους που εμπίπτουν στο συντονισμένο πεδίο, να περιορίσει την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών αυτών επικαλούμενο, έναντι παρόχου υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, αυτεπαγγέλτως και χωρίς να είναι αναγκαία η εξέταση των ουσιαστικών προϋποθέσεων, σε απαιτήσεις όπως εκείνες που αφορούν την άσκηση του επαγγέλματος του κτηματομεσίτη, οι οποίες προβλέπονται από τον νόμο 70-9 της 2ας Ιανουαρίου 1970 περί ρυθμίσεως των προϋποθέσεων ασκήσεως δραστηριοτήτων που αφορούν ορισμένες συναλλαγές σχετικά με ακίνητα και επιχειρηματικά περιουσιακά στοιχεία.

1 Αρχική γλώσσα: Γαλλικά.

2 Απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017 (C-434/15, EU:C:2017:981, σκέψη 48).

3 Απόφαση της 10ης Απριλίου 2018 (C-320/16, EU:C:2018:221, σκέψη 27).

4 Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά ("οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο") (ΕΕ L 178, σ. 1).

5 Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών κανονισμών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (ΕΕ L 241 της , σ. 1). Βλ. άρθρο 10 της εν λόγω οδηγίας.

6 Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών (ΕΕ L 204 της , σ. 37), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998 (ΕΕ L 217 της , σ. 18) ("οδηγία 98/34").

7 Βλέπε άρθρο 10 της οδηγίας 2015/1535.

8 JORF της 4ης Ιανουαρίου 1970, σ. 142.

9 Απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017 (C-434/15, EU:C:2017:981).

10 Απόφαση της 10ης Απριλίου 2018 (C-320/16, EU:C:2018:221).

11 Απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017 (C-434/15, EU:C:2017:981).

12 Βλέπε https://www.airbnb.co.uk/terms#eusec7.

13 Απόφαση της 12ης Ιουλίου 2011 (C-324/09, EU:C:2011:474, σκέψη 109).

14 C-434/15, EU:C:2017:364, σημείο 27.

15 Απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014 (C-291/13, EU:C:2014:2209, σκέψεις 28 και 29).

16 Απόφαση της 23ης Μαρτίου 2010 (C-236/08 έως C-238/08, EU:C:2010:159, σκέψεις 23 και 110).

17 Βλ. τη γνώμη μου στην υπόθεση Asociación Profesional Elite Taxi (C-434/15, EU:C:2017:364, σκέψη 33).

18 Απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2010 (C-108/09, EU:C:2010:725, σκέψεις 32 έως 38).

19 Βλ. τη γνώμη μου στην υπόθεση Asociación Profesional Elite Taxi (C-434/15, EU:C:2017:364, σκέψη 35).

20 Απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017 (C-434/15, EU:C:2017:981, σκέψη 34).

21 Βλέπε απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Asociación Profesional Elite Taxi (C-434/15, EU:C:2017:981, σκέψη 35).

22 Βλέπε απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Asociación Profesional Elite Taxi (C-434/15, EU:C:2017:981, σκέψη 38). (Η υπογράμμιση προστέθηκε).

23 Βλέπε απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Asociación Profesional Elite Taxi (C-434/15, EU:C:2017:981, σκέψη 39).

24 Βλέπε απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Asociación Profesional Elite Taxi (C-434/15, EU:C:2017:981, σκέψη 39).

25 Απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017 (C-434/15, EU:C:2017:981).

26 Απόφαση της 10ης Απριλίου 2018 (C-320/16, EU:C:2018:221).

27 Απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017 (C-434/15, EU:C:2017:981).

28 Απόφαση της 10ης Απριλίου 2018 (C-320/16, EU:C:2018:221).

29 Βλ. απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, C-434/15, EU:C:2017:981, σκέψη 38).

30 Βλ. επίσης τη γνώμη μου στην υπόθεση Asociación Profesional Elite Taxi (C-434/15, EU:C:2017:364, σκέψη 43). Βλ. σχετικά και Van Cleynenbreuel, P., "Le droit de l'Union européenne ne se prête-t-il pas (encore) à l'ubérisation des services?", Revue de la Faculté de droit de l'Université de Liège, No 1, 2018, σ. 114.

31 Βλ. τη γνώμη μου στην υπόθεση Asociación Profesional Elite Taxi (C-434/15, EU:C:2017:364, σκέψη 31).

32 Απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017 (C-434/15, EU:C:2017:981).

33 Απόφαση της 10ης Απριλίου 2018 (C-320/16, EU:C:2018:221).

34 Βλ. αποφάσεις της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Asociación Profesional Elite Taxi (C-434/15, EU:C:2017:981, σκέψη 39), και της 10ης Απριλίου 2018, Uber France (C-320/16, EU:C:2018:221, σκέψη 21).

35 Βλ. τις γνωμοδοτήσεις μου στην υπόθεση Asociación Profesional Elite Taxi (C-434/15, EU:C:2017:364, σκέψη 51) και στην υπόθεση Uber France (C-320/16, EU:C:2017:511, σκέψεις 15, 16 και 20).

36 Βλ. τη γνώμη μου στην υπόθεση Asociación Profesional Elite Taxi (C-434/15, EU:C:2017:364, σκέψη 50).

37 Βλ. τη γνώμη μου στην υπόθεση Asociación Profesional Elite Taxi (C-434/15, EU:C:2017:364, σκέψη 34).

38 Απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2010 (C-108/09, EU:C:2010:725).

39 Απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2010 (C-108/09, EU:C:2010:725).

40 Βλέπε, κατ' αναλογία, απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2010, Ker-Optika (C-108/09, EU:C:2010:725, σκέψη 41).

41 Επικουρικώς, η Γαλλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται στις γραπτές παρατηρήσεις της ότι η ποινική διαδικασία που κινήθηκε κατόπιν καταγγελίας και αιτήσεως συμμετοχής στη διαδικασία ως πολιτικώς ενάγοντος πρέπει να θεωρηθεί ως διαφορά μεταξύ ιδιωτών. Επομένως, η οδηγία 2003/31 δεν μπορεί να προβληθεί στην επίμαχη στην κύρια δίκη διαφορά και, κατά συνέπεια, το δεύτερο ερώτημα έχει υποθετικό χαρακτήρα. Ωστόσο, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η Γαλλική Κυβέρνηση φαίνεται να αποσύρει το επιχείρημά της σχετικά με τον υποθετικό χαρακτήρα του δεύτερου ερωτήματος. Εν πάση περιπτώσει, τίποτε δεν υποδηλώνει ότι η διαφορά ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου είναι διαφορά μεταξύ δύο ιδιωτών. Εξάλλου, από το ρητό νομικό πλαίσιο της αποφάσεως περί παραπομπής προκύπτει ότι η ποινική διαδικασία που κινείται μετά την υποβολή καταγγελίας σε συνδυασμό με την αίτηση προσχώρησης στη διαδικασία ως πολιτικώς ενάγοντος μπορεί να οδηγήσει στην επιβολή ποινικών κυρώσεων.

42 Βλ. ιδίως απόφαση της 7ης Ιουλίου 2011, Agafiţei κ.λπ. (C-310/10, EU:C:2011:467, σκέψη 28).

43 Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων (ΕΕ 2005, L 255, σ. 22).

44 Απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015 (C-342/14, EU:C:2015:827, σκέψη 35).

45 Απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015 (C-342/14, EU:C:2015:827).

46 Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (ΕΕ 2006, L 376, σ. 36).

47 Κατά το άρθρο 17, παράγραφος 6, της οδηγίας 2006/123, η αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών που προβλέπεται στο άρθρο 16 της οδηγίας αυτής δεν εφαρμόζεται σε θέματα που καλύπτονται από τον τίτλο ΙΙ της οδηγίας 2005/36 ούτε σε απαιτήσεις του κράτους μέλους όπου παρέχεται η υπηρεσία, οι οποίες επιφυλάσσουν μια δραστηριότητα σε συγκεκριμένο επάγγελμα. Βλέπε απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, X-Steuerberatungsgesellschaft (C-342/14, EU:C:2015:827, σκέψη 35).

48. Βλ. ιδίως Hatzopoulos, V., The Collaborative Economy and EU Law, Hart Publishing, Oxford-Portland, 2018, σ. 41.

49 Βλ. άρθρο 2, στοιχείο η', της οδηγίας 2000/31. Βλέπε επίσης Lodder, A.R., & Murray, A.D. (Eds.), EU Regulation of E-Commerce: A Commentary, Edward Elgar Publishing, Cheltenham-Northampton, 2017, σ. 29.

50 Βλέπε υποσημείωση 47.

51 Βλ. σχετικά, Οδηγός χρήστη - Οδηγία 2005/36/ΕΚ - Όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε για την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων, https://ec.europa.eu, σ. 15.

52 Βλέπε, προς τούτο, απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2016, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (C-179/14, EU:C:2016:108, σκέψη 118). Βλ. επίσης τη γνώμη μου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις X και Visser (C-360/15 και C-31/16, EU:C:2017:397, σκέψη 152).

53 Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, για την τροποποίηση των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ, 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ και για την κατάργηση της οδηγίας 97/5/ΕΚ (ΕΕ L 319 της , σ. 1).

54 Από το άρθρο 1, παράγραφος 5, της οδηγίας 2000/31 προκύπτει ότι η εν λόγω οδηγία δεν εφαρμόζεται στον τομέα της φορολογίας, στα ζητήματα που αφορούν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και σε εκείνα που αφορούν συμφωνίες ή πρακτικές που διέπονται από το δίκαιο των καρτέλ ή σε ορισμένες δραστηριότητες των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, που ορίζονται στο άρθρο 1, παράγραφος 5, στοιχείο δ', της οδηγίας αυτής.

55 Βλ. παράρτημα της οδηγίας 2000/31. Για τη λειτουργία του άρθρου 3, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, βλ. απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2017, VCAST (C-265/16, EU:C:2017:913, σκέψεις 24 και 25). Βλέπε επίσης τη γνώμη μου στην απόφαση VCAST (C-265/16, EU:C:2017:649, σκέψη 19).

56 Βλέπε, a contrario, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, Παπασάββας (C-291/13, EU:C:2014:2209, σκέψη 35).

57 Αντίθετα, οι απαιτήσεις που δεν εμπίπτουν στον συντονισμένο χώρο και δεν είναι επίσης εναρμονισμένες σε επίπεδο ΕΕ πρέπει να αξιολογούνται, όπου χρειάζεται, υπό το πρίσμα του πρωτογενούς δικαίου. Βλέπε, προς τούτο, απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2008, Dynamic Medien (C-244/06, EU:C:2008:85, σκέψη 23). Βλέπε επίσης Lodder, A.R., "Directive 2000/31/EC on certain legal aspects of information society services, in particular electronic commerce, in the internal market", στο Lodder, A.R., & Murray, A.D. (Eds.), EU Regulation of E-Commerce: A Commentary, Edward Elgar Publishing, Cheltenham-Northampton, 2017, σ. 31.

58 Βλ. επίσης την αιτιολογική σκέψη 25 της οδηγίας 2000/31, η οποία ορίζει ότι τα εθνικά δικαστήρια, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών δικαστηρίων, που επιλαμβάνονται διαφορών ιδιωτικού δικαίου μπορούν να λαμβάνουν μέτρα παρέκκλισης από την ελευθερία παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας σύμφωνα με τους όρους που θέτει η εν λόγω οδηγία. Επιπλέον, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 26 της οδηγίας 2000/31, τα κράτη μέλη, σύμφωνα με τους όρους που θεσπίζονται στην εν λόγω οδηγία, μπορούν να εφαρμόζουν τους εθνικούς τους κανόνες περί ποινικού δικαίου και ποινικής διαδικασίας με σκοπό τη λήψη όλων των ερευνητικών και άλλων μέτρων που είναι αναγκαία για τη διαπίστωση και τη δίωξη ποινικών αδικημάτων, χωρίς να χρειάζεται να κοινοποιούν τα μέτρα αυτά στην Επιτροπή.

59 Βλ. απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2011, eDate Advertising κ.λπ. (C-509/09 και C-161/10, EU:C:2011:685, σκέψη 61). Βλέπε επίσης D'Acunto, S., "La directive 98/48 prévoyant un mécanisme de transparence règlementaire pour les information society services: un premier bilan après douze mois de fonctionnement", Revue du droit de l'Union européenne, No 3, 2000, σ. 628.

60 Βλ. απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2011, eDate Advertising κ.λπ. (C-509/09 και C-161/10, EU:C:2011:685, σκέψη 64).

61 Βλ. σημεία 138 έως 150 της παρούσας γνωμοδότησης.

62 Βλ. ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα - Εφαρμογή στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες του άρθρου 3 παράγραφοι 4 έως 6 της οδηγίας για το ηλεκτρονικό εμπόριο (COM/2003/0259 τελικό, σημεία 1 και 2.1.2)- Έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή - Πρώτη έκθεση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας [2000/31] της 21ης Νοεμβρίου 2003 (COM(2003) 702 τελικό, σημείο 4.1). Βλέπε επίσης Crabit, E., "La directive sur le commerce électronique. Le projet "Méditerranée"", Revue du Droit de l'Union Européenne, αριθ. 4, 2000, σ. 762 και 792- Gkoutzinis, A., Internet Banking and the Law in Europe: Regulation, Financial Integration and Electronic Commerce, Cambridge University Press, Cambridge-New York, 2006, σ. 283.

63 Βλέπε, πρόσφατα, απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Smith (C-122/17, EU:C:2018:631, σκέψεις 52 και 53). Βλέπε επίσης τη γνώμη μου στην υπόθεση Uber France (C-320/16, EU:C:2017:511, σκέψη 37).

64 Επισημαίνεται ότι, αν οι απαιτήσεις που προβλέπει ο νόμος Hoguet θεωρούνταν μέτρα κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2000/31, δεν θα ετίθετο ζήτημα συνδέσεως μεταξύ της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως που προβλέπει η οδηγία 2000/31 και της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως που προβλέπει η οδηγία 2015/1535. Για να χαρακτηριστεί ως "τεχνικός κανονισμός", που υπόκειται στην υποχρέωση κοινοποίησης δυνάμει της τελευταίας οδηγίας, μια απαίτηση που θεσπίζεται από το εθνικό δίκαιο πρέπει να έχει ως ειδικό σκοπό και αντικείμενο τη ρύθμιση των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας κατά τρόπο ρητό και στοχευμένο (βλ. τη γνώμη μου στην υπόθεση Uber France, C-320/16, EU:C:2017:511, σκέψεις 24 έως 33). Ωστόσο, αυτή δεν είναι η θέση στην παρούσα υπόθεση. Ούτε, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι εθνικές διατάξεις που εξαρτούν την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας από προηγούμενη άδεια συνιστούν τεχνικούς κανονισμούς (βλ. απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Falbert κ.λπ. C-255/16, EU:C:2017:983, σκέψη 16). Στην ουσία, ο νόμος Hoguet εξαρτά την άσκηση της δραστηριότητας του μεσίτη ακινήτων από την απόκτηση επαγγελματικής άδειας.

65 380/87, δεν έχει δημοσιευθεί, EU:C:1989:135.

66 Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs στην υπόθεση Enichem Base κ.λπ. 380/87, μη δημοσιευθείσες, EU:C:1989:135, σκέψη 14).

67 Βλ. απόφαση της 13ης Ιουλίου 1989, Enichem Base κ.λπ. (380/87, EU:C:1989:318, σκέψεις 20 και 24).

68 Βλέπε απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2000, Unilever (C-443/98, EU:C:2000:496, σκέψη 43).

69 Βλέπε Crabit, E., "La directive sur le commerce électronique. Le projet "Méditerranée"", Revue du droit de l'Union européenne, No 4, 2000, σ. 791, και Kightlinger, M.F., "A Solution to the Yahoo! Problem? The EC E-Commerce Directive as a Model for International Cooperation on Internet Choice of Law", Michigan Journal of International Law, τόμος 24, αριθ. 3, 2003, σ. 737.

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=221791&pageIndex=0&doclang=en&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=27786348

19 Δεκεμβρίου 2019 (*)

(Προδικαστική παραπομπή - Οδηγία 2000/31/ΕΚ - Υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας - Οδηγία 2006/123/ΕΚ - Υπηρεσίες - Σύνδεση των οικοδεσποτών, επιχειρήσεων ή ιδιωτών, που διαθέτουν ενοικιαζόμενα καταλύματα με πρόσωπα που αναζητούν τέτοιου είδους καταλύματα - Προσόντα - Εθνική νομοθεσία που επιβάλλει ορισμένους περιορισμούς στην άσκηση του επαγγέλματος του μεσίτη ακινήτων - Οδηγία 2000/31/ΕΚ - Άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο β', δεύτερη περίπτωση - Υποχρέωση κοινοποιήσεως των μέτρων που περιορίζουν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας - Παράλειψη κοινοποιήσεως - Εκτελεστότητα - Ποινική διαδικασία με παρεπόμενη αστική αγωγή)

Στην υπόθεση C-390/18,

ΑΙΤΗΣΗ για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε ο ανακριτής του tribunal de grande instance de Paris (περιφερειακό δικαστήριο, Παρίσι, Γαλλία) με απόφαση της 7ης Ιουνίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 13 Ιουνίου 2018, στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας κατά

X,

παρεμβαίνοντες:

YA,

Airbnb Ιρλανδία UC,

Hôtelière Turenne SAS,

Association pour un hébergement et un tourisme professionnels (AHTOP),

Valhotel,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

αποτελούμενο από τους K. Lenaerts, πρόεδρο, R. Silva de Lapuerta, αντιπρόεδρο, A. Arabadjiev, E. Regan, P.G. Xuereb και L.S. Rossi, προέδρους των τμημάτων, E. Juhász, M. Ilešič, J. Malenovský, D. Šváby (εισηγητής) και N. Piçarra, δικαστές,

Γενικός Εισαγγελέας: Szpunar,

Ληξίαρχος: Giacobbo-Peyronnel, Διαχειριστής,

έχοντας υπόψη τη γραπτή διαδικασία και σε συνέχεια της ακρόασης της 14ης Ιανουαρίου 2019,

αφού έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν εξ ονόματος της:

- Airbnb Ireland UC, των D. Van Liedekerke, O.W. Brouwer και A.A.J. Pliego Selie, advocaten,

- την Association pour un hébergement et un tourisme professionnels (AHTOP), από τους δικηγόρους B. Quentin, G. Navarro και M. Robert,

- τη γαλλική κυβέρνηση, από τους E. de Moustier και R. Coesme, που ενεργούν ως αντιπρόσωποι,

- της τσεχικής κυβέρνησης, από τους M. Smolek, J. Vláčil και T. Müller, ενεργούντες ως αντιπρόσωποι,

- την ισπανική κυβέρνηση, από τον M.J. García-Valdecasas Dorrego, ενεργώντας ως αντιπρόσωπος,

- την κυβέρνηση του Λουξεμβούργου, αρχικά από τον D. Holderer και στη συνέχεια από τον T. Uri, ενεργώντας ως αντιπρόσωποι,

- την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, από τους L. Malferrari, É. Gippini Fournier και S.L. Kalėda, ενεργούντες ως αντιπρόσωποι,

αφού ακούσει τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα κατά τη συνεδρίαση της 30ής Απριλίου 2019,

δίνει τα εξής

Απόφαση

1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3 της οδηγίας 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά (στο εξής: οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο) (ΕΕ L 178, σ. 1).

2 Το αίτημα υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κατά του Χ, μεταξύ άλλων, για τη διαχείριση χρημάτων για δραστηριότητες που αφορούν τη διαμεσολάβηση και τη διαχείριση κτιρίων και επιχειρήσεων από πρόσωπο χωρίς άδεια άσκησης επαγγέλματος.

Νομικό πλαίσιο

Δίκαιο της ΕΕ

Οδηγία 98/34

3 Το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, σημείο 2, της οδηγίας 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και κανονισμών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (ΕΕ L 204, σ. 37), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998 (ΕΕ L 217, σ. 18) (στο εξής: οδηγία 98/34), προβλέπει τα εξής:

"Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθες έννοιες:

...

  1. "υπηρεσία", κάθε υπηρεσία της Κοινωνίας της Πληροφορίας, δηλαδή κάθε υπηρεσία που παρέχεται συνήθως έναντι αμοιβής, εξ αποστάσεως, με ηλεκτρονικά μέσα και κατόπιν ατομικού αιτήματος του αποδέκτη των υπηρεσιών.

Για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού:

- "εξ αποστάσεως" σημαίνει ότι η υπηρεσία παρέχεται χωρίς την ταυτόχρονη παρουσία των μερών,

- "με ηλεκτρονικά μέσα" σημαίνει ότι η υπηρεσία αποστέλλεται αρχικά και παραλαμβάνεται στον προορισμό της με τη βοήθεια ηλεκτρονικού εξοπλισμού για την επεξεργασία (συμπεριλαμβανομένης της ψηφιακής συμπίεσης) και την αποθήκευση δεδομένων, και ότι μεταδίδεται, μεταφέρεται και παραλαμβάνεται εξ ολοκλήρου με καλώδιο, ραδιοφωνικά, οπτικά ή άλλα ηλεκτρομαγνητικά μέσα,

- "κατόπιν ατομικού αιτήματος του αποδέκτη των υπηρεσιών" σημαίνει ότι η υπηρεσία παρέχεται μέσω της διαβίβασης δεδομένων κατόπιν ατομικού αιτήματος.

...'

Οδηγία (ΕΕ) 2015/1535

4 Η οδηγία (ΕΕ) 2015/1535 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών κανονισμών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (ΕΕ L 241 της , σ. 1), κατήργησε και αντικατέστησε την οδηγία 98/34 από τις 7 Οκτωβρίου 2015.

5 Το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/1535 ορίζει:

"Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

...

(β) "υπηρεσία": κάθε υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας, δηλαδή κάθε υπηρεσία που παρέχεται συνήθως έναντι αμοιβής, εξ αποστάσεως, με ηλεκτρονικά μέσα και κατόπιν ατομικού αιτήματος του αποδέκτη των υπηρεσιών.

Για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού:

(i) "εξ αποστάσεως" σημαίνει ότι η υπηρεσία παρέχεται χωρίς την ταυτόχρονη παρουσία των μερών,

(ii) "με ηλεκτρονικά μέσα" σημαίνει ότι η υπηρεσία αποστέλλεται αρχικά και παραλαμβάνεται στον προορισμό της με τη βοήθεια ηλεκτρονικού εξοπλισμού για την επεξεργασία (συμπεριλαμβανομένης της ψηφιακής συμπίεσης) και την αποθήκευση δεδομένων, και ότι μεταδίδεται, μεταφέρεται και παραλαμβάνεται εξ ολοκλήρου με καλώδιο, με ραδιόφωνο, με οπτικά μέσα ή με άλλα ηλεκτρομαγνητικά μέσα,

(iii) "κατόπιν ατομικής αίτησης του αποδέκτη των υπηρεσιών" σημαίνει ότι η υπηρεσία παρέχεται μέσω της διαβίβασης δεδομένων κατόπιν ατομικής αίτησης.

Στο παράρτημα Ι παρατίθεται ενδεικτικός κατάλογος των υπηρεσιών που δεν καλύπτονται από τον ορισμό αυτό.

6 Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προβλέπει:

"Με την επιφύλαξη του άρθρου 7, τα κράτη μέλη κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή κάθε σχέδιο τεχνικού κανονισμού, εκτός εάν πρόκειται απλώς για μεταφορά του πλήρους κειμένου ενός διεθνούς ή ευρωπαϊκού προτύπου, οπότε αρκούν οι πληροφορίες σχετικά με το σχετικό πρότυπο.

...'

7 Κατά το άρθρο 10, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2015/1535, οι παραπομπές στην οδηγία 98/34 νοούνται εφεξής ως παραπομπές στην οδηγία 2015/1535.

Οδηγία 2000/31

8 Η αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας 2000/31 ορίζει:

"Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι η δημιουργία ενός νομικού πλαισίου για τη διασφάλιση της ελευθερίας των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας μεταξύ των κρατών μελών και όχι η εναρμόνιση του τομέα του ποινικού δικαίου αυτού καθεαυτού".

9 Στην έκδοση πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2015/1535, το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31 όριζε τις "υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας" ως υπηρεσίες κατά την έννοια του άρθρου 1, πρώτο εδάφιο, σημείο 2, της οδηγίας 98/34. Μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας αυτής, η αναφορά αυτή πρέπει να νοηθεί ως παραπομπή στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο β', της οδηγίας 2015/1535.

10 Το άρθρο 2, στοιχείο η', της οδηγίας 2000/31 προβλέπει:

"η) "συντονισμένος τομέας": οι απαιτήσεις που προβλέπονται στα νομικά συστήματα των κρατών μελών και εφαρμόζονται στους παρόχους υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας ή στις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας, ανεξάρτητα από το αν είναι γενικής φύσης ή ειδικά σχεδιασμένες για αυτούς.

(i) Το συντονισμένο πεδίο αφορά απαιτήσεις με τις οποίες ο πάροχος υπηρεσιών πρέπει να συμμορφώνεται όσον αφορά:

- την ανάληψη της δραστηριότητας μιας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας, όπως οι απαιτήσεις σχετικά με τα προσόντα, την άδεια ή την κοινοποίηση,

- την άσκηση της δραστηριότητας μιας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας, όπως απαιτήσεις σχετικά με τη συμπεριφορά του παρόχου της υπηρεσίας, απαιτήσεις σχετικά με την ποιότητα ή το περιεχόμενο της υπηρεσίας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ισχύουν για τη διαφήμιση και τις συμβάσεις, ή απαιτήσεις σχετικά με την ευθύνη του παρόχου της υπηρεσίας,

(ii) Το συντονισμένο πεδίο δεν καλύπτει απαιτήσεις όπως:

- απαιτήσεις που ισχύουν για τα εμπορεύματα ως τέτοια,

- τις απαιτήσεις που ισχύουν για την παράδοση των αγαθών,

- απαιτήσεις που ισχύουν για υπηρεσίες που δεν παρέχονται με ηλεκτρονικά μέσα".

11 Το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 4 έως 6, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

'2. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν, για λόγους που εμπίπτουν στον συντονισμένο τομέα, να περιορίζουν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας από άλλο κράτος μέλος.

...

  1. Τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν μέτρα παρέκκλισης από την παράγραφο 2 όσον αφορά μια συγκεκριμένη υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας, εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) τα μέτρα είναι:

(i) είναι αναγκαία για έναν από τους ακόλουθους λόγους:

- τη δημόσια τάξη, ιδίως την πρόληψη, διερεύνηση, ανίχνευση και δίωξη ποινικών αδικημάτων, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας των ανηλίκων και της καταπολέμησης κάθε υποκίνησης μίσους για λόγους φυλής, φύλου, θρησκείας ή εθνικότητας, καθώς και των παραβιάσεων της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που αφορούν μεμονωμένα πρόσωπα,

- την προστασία της δημόσιας υγείας,

- τη δημόσια ασφάλεια, συμπεριλαμβανομένης της διαφύλαξης της εθνικής ασφάλειας και άμυνας,

- την προστασία των καταναλωτών, συμπεριλαμβανομένων των επενδυτών,

(ii) που λαμβάνονται κατά συγκεκριμένης υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας, η οποία θίγει τους στόχους που αναφέρονται στο σημείο i) ή η οποία ενέχει σοβαρό και σοβαρό κίνδυνο να θιγούν οι εν λόγω στόχοι,

(iii) να είναι αναλογικά προς τους στόχους αυτούς,

(β) πριν από τη λήψη των εν λόγω μέτρων και με την επιφύλαξη των δικαστικών διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένων των προκαταρκτικών διαδικασιών και των πράξεων που διενεργούνται στο πλαίσιο ποινικής έρευνας, το κράτος μέλος έχει:

- ζήτησε από το κράτος μέλος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 να λάβει μέτρα και το τελευταίο δεν έλαβε τα μέτρα αυτά ή ήταν ανεπαρκή,

- κοινοποίησε στην Επιτροπή και στο κράτος μέλος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 την πρόθεσή του να λάβει τα μέτρα αυτά.

  1. Τα κράτη μέλη μπορούν, σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης, να παρεκκλίνουν από τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 4 στοιχείο β). Στην περίπτωση αυτή, τα μέτρα κοινοποιούνται το συντομότερο δυνατό στην Επιτροπή και στο κράτος μέλος που αναφέρεται στην παράγραφο 1, αναφέροντας τους λόγους για τους οποίους το κράτος μέλος θεωρεί ότι υπάρχει επείγουσα ανάγκη.
  2. Με την επιφύλαξη της δυνατότητας του κράτους μέλους να προχωρήσει στη λήψη των εν λόγω μέτρων, η Επιτροπή εξετάζει τη συμβατότητα των κοινοποιηθέντων μέτρων με το κοινοτικό δίκαιο το συντομότερο δυνατό- εάν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το μέτρο είναι ασυμβίβαστο με το κοινοτικό δίκαιο, η Επιτροπή ζητά από το εν λόγω κράτος μέλος να μην λάβει τα προτεινόμενα μέτρα ή να θέσει επειγόντως τέρμα στα εν λόγω μέτρα.". Οδηγία 2006/123/ΕΚ

12 Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, για τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (ΕΕ L 376, σ. 36) προβλέπει:

"Εάν οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας συγκρούονται με διάταξη άλλης κοινοτικής πράξης που ρυθμίζει συγκεκριμένες πτυχές της πρόσβασης σε δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών ή της άσκησης αυτής σε συγκεκριμένους τομείς ή για συγκεκριμένα επαγγέλματα, υπερισχύει η διάταξη της άλλης κοινοτικής πράξης και εφαρμόζεται στους συγκεκριμένους τομείς ή επαγγέλματα. ...'

Γαλλικό δίκαιο

13 Το άρθρο 1 του νόμου 70-9, της 2ας Ιανουαρίου 1970, περί ρυθμίσεως των όρων ασκήσεως δραστηριοτήτων σχετικά με ορισμένες συναλλαγές που αφορούν ακίνητα και χρηματιστηριακή υπεραξία (JORF της 4ης Ιανουαρίου 1970, σ. 142), στη μορφή που ισχύει για τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος Hoguet), προβλέπει:

"Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται σε όλα τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που συμμετέχουν ή παρέχουν τη συνδρομή τους σε τακτική βάση, έστω και με επικουρική ιδιότητα, σε οποιαδήποτε συναλλαγή που επηρεάζει τα αγαθά άλλων και σχετίζεται με:

  1. αγορά, πώληση, αναζήτηση, ανταλλαγή, εκμίσθωση ή υπεκμίσθωση, εποχιακή ή μη, επιπλωμένων ή μη, υφιστάμενων ή υπό ανέγερση κτιρίων,

...'

14 Το άρθρο 3 του νόμου αυτού προβλέπει:

"Οι δραστηριότητες που απαριθμούνται στο άρθρο 1 μπορούν να ασκούνται μόνο από φυσικά ή νομικά πρόσωπα που είναι κάτοχοι επαγγελματικής άδειας η οποία έχει εκδοθεί, για ορισμένο χρονικό διάστημα και σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται με διάταγμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, από τον πρόεδρο του περιφερειακού εμπορικού και βιομηχανικού επιμελητηρίου ή από τον πρόεδρο του περιφερειακού εμπορικού και βιομηχανικού επιμελητηρίου της Île-de-France, και η οποία απαριθμεί τις συναλλαγές που μπορούν να πραγματοποιήσουν τα πρόσωπα αυτά. ...

Η εν λόγω άδεια μπορεί να εκδοθεί μόνο σε φυσικά πρόσωπα υπό τον όρο ότι:

  1. να αποδεικνύουν τα επαγγελματικά τους διαπιστευτήρια,
  2. να προσκομίσει απόδειξη οικονομικής εγγύησης που να επιτρέπει την επιστροφή των κεφαλαίων ...,
  3. να ασφαλίζονται έναντι των οικονομικών συνεπειών της αστικής και επαγγελματικής τους ευθύνης,
  4. δεν εμπίπτουν σε μία από τις προϋποθέσεις επικύρωσης ή αποκλεισμού ...

...'

15 Το άρθρο 5 του νόμου αυτού προβλέπει:

"Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 1 και τα οποία λαμβάνουν ή κατέχουν χρηματικά ποσά ... οφείλουν να τηρούν τους όρους που καθορίζονται από το διάταγμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, ιδίως τις διατυπώσεις τήρησης βιβλίων και έκδοσης αποδείξεων, καθώς και τις λοιπές υποχρεώσεις που απορρέουν από την εντολή αυτή".

16 Το άρθρο 14 του νόμου αυτού έχει ως εξής:

"Οι ακόλουθες πράξεις τιμωρούνται με φυλάκιση 6 μηνών και πρόστιμο 7 500 ευρώ:

(α) να δανείζεται ή να παρέχει σε τακτική βάση, έστω και επικουρικά, συνδρομή στις συναλλαγές που απαριθμούνται στο άρθρο 1, χωρίς να κατέχει έγκυρη άδεια που έχει εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 3 ή μετά την αποκατάσταση της άδειας αυτής ή εάν η εν λόγω άδεια δεν έχει αποκατασταθεί μετά από δήλωση μη επάρκειας από το αρμόδιο διοικητικό όργανο,

...'

17 Το άρθρο 16 του νόμου Hoguet προβλέπει:

"Οι ακόλουθες πράξεις τιμωρούνται με φυλάκιση 2 ετών και πρόστιμο 30 000 ευρώ:

  1. να λαμβάνει ή να κατέχει κατά τη στιγμή των συναλλαγών που αναφέρονται στο άρθρο 1, με οποιαδήποτε ιδιότητα ή τρόπο, χρηματικά ποσά, αγαθά ή μετοχές και ομόλογα που είναι:

(α) κατά παράβαση του άρθρου 3,

(β) κατά παράβαση των όρων που προβλέπονται στο άρθρο 5 σχετικά με την τήρηση αρχείων και την έκδοση αποδείξεων, όταν τα έγγραφα και οι αποδείξεις αυτές απαιτούνται νομίμως,

...'

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

18. Η Airbnb Ireland UC, εταιρεία εγκατεστημένη στο Δουβλίνο (Ιρλανδία) σύμφωνα με το ιρλανδικό δίκαιο, αποτελεί μέρος του ομίλου Airbnb, ο οποίος αποτελείται από διάφορες εταιρείες που ανήκουν άμεσα ή έμμεσα στην Airbnb Inc. που εδρεύει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Airbnb Ireland προσφέρει μια ηλεκτρονική πλατφόρμα, σκοπός της οποίας είναι, έναντι καταβολής προμήθειας, η δημιουργία επαφών, ιδίως στη Γαλλία, μεταξύ, αφενός, οικοδεσποτών, επαγγελματιών ή ιδιωτών, που διαθέτουν καταλύματα προς ενοικίαση και, αφετέρου, ατόμων που αναζητούν τέτοια καταλύματα. Η Airbnb Payments UK Ltd, εταιρεία εγκατεστημένη στο Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο) σύμφωνα με το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου, παρέχει υπηρεσίες ηλεκτρονικών πληρωμών στο πλαίσιο της εν λόγω υπηρεσίας επαφής και διαχειρίζεται τις δραστηριότητες πληρωμών του ομίλου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επιπλέον, η Airbnb France SARL, εταιρεία που έχει συσταθεί σύμφωνα με το γαλλικό δίκαιο και είναι προμηθευτής της Airbnb Ireland, είναι υπεύθυνη για την προώθηση της εν λόγω πλατφόρμας μεταξύ των χρηστών στη γαλλική αγορά, διοργανώνοντας, μεταξύ άλλων, διαφημιστικές εκστρατείες για τα κοινά-στόχους.

19 Εκτός από την υπηρεσία σύνδεσης οικοδεσποτών και επισκεπτών μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας της που συγκεντρώνει τις προσφορές, η Airbnb Ireland προσφέρει στους οικοδεσπότες ορισμένες άλλες υπηρεσίες, όπως ένα μορφότυπο για την παρουσίαση του περιεχομένου της προσφοράς τους, με δυνατότητα επιλογής υπηρεσίας φωτογράφησης, καθώς και με δυνατότητα ασφάλισης αστικής ευθύνης και εγγύησης έναντι ζημιών μέχρι 800 000 ευρώ. Επιπλέον, τους παρέχει ένα προαιρετικό εργαλείο για την εκτίμηση της τιμής ενοικίασης λαμβάνοντας υπόψη τους μέσους όρους της αγοράς που λαμβάνονται από την εν λόγω πλατφόρμα. Επιπλέον, εάν ένας οικοδεσπότης αποδεχθεί έναν φιλοξενούμενο, ο φιλοξενούμενος θα μεταφέρει στην Airbnb Payments UK την τιμή ενοικίασης στην οποία προστίθενται 6% έως 12% του ποσού αυτού σε σχέση με τις χρεώσεις και την υπηρεσία που παρέχεται από την Airbnb Ireland. Η Airbnb Payments UK κρατά τα χρήματα για λογαριασμό του φιλοξενούμενου και στη συνέχεια, 24 ώρες μετά τον έλεγχο του φιλοξενούμενου, αποστέλλει τα χρήματα στον οικοδεσπότη με έμβασμα, δίνοντας έτσι στον φιλοξενούμενο τη βεβαιότητα ότι το ακίνητο υπάρχει και στον οικοδεσπότη την εγγύηση της πληρωμής. Τέλος, η Airbnb Ireland έχει θέσει σε εφαρμογή ένα σύστημα με το οποίο ο οικοδεσπότης και ο φιλοξενούμενος μπορούν να αφήσουν αξιολόγηση σε κλίμακα από μηδέν έως πέντε αστέρια, και η αξιολόγηση αυτή είναι διαθέσιμη στην επίμαχη ηλεκτρονική πλατφόρμα.

20 Στην πράξη, όπως προκύπτει από τις εξηγήσεις που παρέχει η Airbnb Ireland, οι χρήστες του διαδικτύου που αναζητούν ενοικιαζόμενο κατάλυμα συνδέονται στην ηλεκτρονική πλατφόρμα της, προσδιορίζουν τον τόπο στον οποίο επιθυμούν να μεταβούν και την περίοδο και τον αριθμό των ατόμων της επιλογής τους. Βάσει αυτού, η Airbnb Ireland τους παρέχει τον κατάλογο των διαθέσιμων καταλυμάτων που ανταποκρίνονται στα εν λόγω κριτήρια, ώστε οι χρήστες να επιλέξουν το κατάλυμα της επιλογής τους και να προχωρήσουν στην ηλεκτρονική κράτησή του.

21 Στο πλαίσιο αυτό, οι χρήστες της επίμαχης ηλεκτρονικής πλατφόρμας, τόσο οι οικοδεσπότες όσο και οι φιλοξενούμενοι, συνάπτουν σύμβαση με την Airbnb Ireland για τη χρήση της εν λόγω πλατφόρμας και με την Airbnb Payments UK για τις πληρωμές που πραγματοποιούνται μέσω της πλατφόρμας αυτής.

22 Στις 24 Ιανουαρίου 2017, η Association pour un hébergement et un tourisme professionnels (Ένωση για τον επαγγελματικό τουρισμό και τη διαμονή, AHTOP) υπέβαλε καταγγελία μαζί με αίτηση προσχώρησης ως πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία, μεταξύ άλλων, για την άσκηση δραστηριοτήτων σχετικά με τη διαμεσολάβηση και τη διαχείριση κτιρίων και επιχειρήσεων χωρίς άδεια άσκησης επαγγέλματος, βάσει του νόμου Hoguet, μεταξύ 11 Απριλίου 2012 και 24 Ιανουαρίου 2017.

23 Προς στήριξη της καταγγελίας της, η AHTOP ισχυρίζεται ότι η Airbnb Ireland δεν συνδέει απλώς δύο μέρη μέσω της πλατφόρμας της- προσφέρει επίσης πρόσθετες υπηρεσίες που ισοδυναμούν με διαμεσολαβητική δραστηριότητα στις συναλλαγές ακινήτων.

24 Στις 16 Μαρτίου 2017, μετά την υποβολή της εν λόγω καταγγελίας, ο εισαγγελέας που υπάγεται στο Tribunal de grande instance de Paris (περιφερειακό δικαστήριο, Παρίσι, Γαλλία) άσκησε δίωξη, μεταξύ άλλων, για τη διαχείριση χρημάτων για δραστηριότητες που αφορούν τη διαμεσολάβηση και τη διαχείριση κτιρίων και επιχειρήσεων από πρόσωπο χωρίς άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, κατά παράβαση του νόμου Hoguet, για το χρονικό διάστημα από τις 11 Απριλίου 2012 έως τις 24 Ιανουαρίου 2017.

25 Η Airbnb Ireland αρνείται ότι ενεργεί ως μεσίτης ακινήτων και υποστηρίζει ότι ο νόμος Hoguet είναι ανεφάρμοστος για τον λόγο ότι δεν είναι συμβατός με την οδηγία 2000/31.

26 Στο πλαίσιο αυτό, ο ανακριτής του tribunal de grande instance de Paris (περιφερειακό δικαστήριο του Παρισιού) δεν είναι βέβαιος αν η υπηρεσία που παρέχει η Airbnb Ireland πρέπει να χαρακτηριστεί ως "υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας" κατά την έννοια της οδηγίας αυτής και, αν ναι, αν αποκλείει την εφαρμογή του νόμου Hoguet κατά της εταιρείας αυτής στην κύρια δίκη ή αν, αντιθέτως, η οδηγία αυτή δεν αποκλείει την άσκηση ποινικής δίωξης κατά της Airbnb Ireland βάσει του νόμου αυτού.

27 Υπό τις συνθήκες αυτές, ο ανακριτής του tribunal de grande instance de Paris αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

"(1) Υφίστανται οι υπηρεσίες που παρέχει στη Γαλλία η ... Airbnb Ireland μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας που διαχειρίζεται από την Ιρλανδία την ελευθερία παροχής υπηρεσιών που θεσπίζει το άρθρο 3 της [οδηγίας 2000/31];

(2) Είναι οι περιοριστικοί κανόνες σχετικά με την άσκηση του επαγγέλματος του μεσίτη ακινήτων στη Γαλλία που θεσπίζει [ο νόμος Hoguet] εφαρμόσιμοι κατά της Airbnb Ireland;

Εξέταση των υποβληθέντων ερωτημάτων

Παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

28 Η Airbnb Ireland ισχυρίζεται ότι το αιτούν δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε ότι οι δραστηριότητες της Airbnb Ireland εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του νόμου Hoguet. Η γαλλική κυβέρνηση εξέφρασε την ίδια άποψη κατά την ακροαματική διαδικασία.

29 Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, τα ερωτήματα ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που υποβάλλει εθνικό δικαστήριο στο πλαίσιο πραγματικών και νομοθετικών περιστατικών τα οποία το δικαστήριο αυτό είναι αρμόδιο να καθορίσει και των οποίων η ακρίβεια δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να διαπιστώσει, απολαύουν τεκμηρίου συνάφειας. Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αποφανθεί επί ερωτήματος που έχει υποβάλει εθνικό δικαστήριο μόνον όταν είναι απολύτως προφανές ότι η ερμηνεία του δικαίου της ΕΕ που ζητείται δεν έχει καμία σχέση με τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης ή με τον σκοπό της, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικό ή όταν το Δικαστήριο δεν έχει ενώπιόν του το αναγκαίο πραγματικό ή νομικό υλικό για να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβάλλονται (απόφαση της 22ας Ιουνίου 2010, Melki και Abdeli, C-188/10 και C-189/10, EU:C:2010:363, σκέψη 27).

30 Εν προκειμένω, όπως αναγνωρίζει η Γαλλική Κυβέρνηση, στην ουσία το αιτούν δικαστήριο θέτει το ζήτημα της εκτελεστότητας των διατάξεων του νόμου Hoguet κατά της Airbnb Ireland, διότι θεωρεί εμμέσως ότι η υπηρεσία διαμεσολάβησης που παρέχει η εν λόγω εταιρεία εμπίπτει στο ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής του νόμου αυτού.

31 Ωστόσο, δεν προκύπτει προδήλως ότι η ερμηνεία του νόμου Hoguet από το αιτούν δικαστήριο αποκλείεται προδήλως υπό το πρίσμα της διατύπωσης των διατάξεων του εθνικού δικαίου που περιέχονται στη διάταξη περί παραπομπής (βλ. κατ' αναλογία, απόφαση της 22ας Ιουνίου 2010, Melki και Abdeli, C-188/10 και C-189/10, EU:C:2010:363, σκέψη 28).

32 Η Airbnb Ireland ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η διάταξη περί παραπομπής περιέχει περίληψη της γαλλικής εθνικής νομοθεσίας και ότι θα έπρεπε να είχε λάβει υπόψη άλλες διατάξεις της νομοθεσίας αυτής. Η Επιτροπή υποστηρίζει, από την πλευρά της, ότι η απόφαση αυτή πάσχει από έλλειψη πραγματικών στοιχείων.

33 Εν προκειμένω, η διάταξη περί παραπομπής αναφέρει συνοπτικά αλλά με ακρίβεια το σχετικό εθνικό νομικό πλαίσιο και την προέλευση και τη φύση της διαφοράς. Προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο προσδιόρισε επαρκώς το πραγματικό και νομικό πλαίσιο του αιτήματός του για την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης και ότι παρείχε στο Δικαστήριο όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για να μπορέσει να απαντήσει χρήσιμα στο αίτημα αυτό (απόφαση της 23ης Μαρτίου 2006, Enirisorse, C-237/04, EU:C:2006:197, σκέψη 19).

34 Υπό τις συνθήκες αυτές, η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί απαράδεκτη στο σύνολό της.

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

35 Με τις παρατηρήσεις τους, η AHTOP και η Επιτροπή υποστηρίζουν, αντιστοίχως, ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση πρέπει να αξιολογηθεί λαμβάνοντας υπόψη, όχι μόνο την οδηγία 2000/31, αλλά και την οδηγία 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων (ΕΕ L 255, σ. 1). 22) και την οδηγία 2007/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, για την τροποποίηση των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ, 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ και για την κατάργηση της οδηγίας 97/5/ΕΚ (ΕΕ L 319 της , σ. 1).

36 Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, εναπόκειται στο τελευταίο να δώσει στο εθνικό δικαστήριο μια απάντηση που θα του είναι χρήσιμη και θα του επιτρέψει να αποφανθεί επί της υποθέσεως που έχει ενώπιόν του. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αντλήσει από το σύνολο των πληροφοριών που παρέχει το εθνικό δικαστήριο, ιδίως από το σκεπτικό της αιτήσεως παραπομπής, τη νομοθεσία και τις αρχές του δικαίου της Ένωσης που χρήζουν ερμηνείας ενόψει του αντικειμένου της διαφοράς της κύριας δίκης, προκειμένου να αναδιατυπώσει τα υποβληθέντα σ' αυτό ερωτήματα και να ερμηνεύσει όλες τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που χρειάζονται τα εθνικά δικαστήρια για να αποφανθούν επί των εκκρεμών ενώπιόν τους προσφυγών, ακόμη και αν οι διατάξεις αυτές δεν αναφέρονται ρητώς στα ερωτήματα αυτά (βλ. προς τούτο, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Abcur, C-544/13 και C-545/13, EU:C:2015:481, σκέψεις 33 και 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

37 Ωστόσο, εναπόκειται αποκλειστικά στο εθνικό δικαστήριο να καθορίσει το αντικείμενο των ερωτημάτων που επιθυμεί να υποβάλει στο Δικαστήριο. Επομένως, όταν από την ίδια την αίτηση δεν προκύπτει ανάγκη αναδιατύπωσης των ερωτημάτων αυτών, το Δικαστήριο δεν μπορεί, κατόπιν αιτήσεως ενός εκ των ενδιαφερομένων μερών που αναφέρονται στο άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να εξετάσει ερωτήματα που δεν του έχει υποβάλει το εθνικό δικαστήριο. Εάν, ενόψει των εξελίξεων κατά τη διάρκεια της δίκης, το εθνικό δικαστήριο θεωρήσει ότι πρέπει να λάβει περαιτέρω ερμηνείες του δικαίου της Ένωσης, θα πρέπει να υποβάλει νέα αίτηση στο Δικαστήριο (βλ. προς τούτο απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, Berlington Hungary κ.λπ., C-98/14, EU:C:2015:386, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

38 Εν προκειμένω, και ελλείψει οποιασδήποτε μνείας των οδηγιών 2005/36 και 2007/64 στα υποβληθέντα ερωτήματα ή, πράγματι, οποιωνδήποτε άλλων εξηγήσεων στην απόφαση περί παραπομπής που να απαιτούν από το Δικαστήριο να εξετάσει την ερμηνεία των εν λόγω οδηγιών προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, δεν συντρέχει λόγος να εξετάσει το Δικαστήριο τα επιχειρήματα σχετικά με τις εν λόγω οδηγίες, πράγμα που θα είχε ουσιαστικά ως αποτέλεσμα να τροποποιήσει το Δικαστήριο την ουσία των ερωτημάτων που του υποβλήθηκαν.

Η πρώτη ερώτηση

39 Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ' ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31 έχει την έννοια ότι η υπηρεσία διαμεσολάβησης η οποία, μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας, αποσκοπεί στη σύνδεση, έναντι αμοιβής, δυνητικών επισκεπτών με επαγγελματίες ή μη επαγγελματίες οικοδεσπότες που προσφέρουν υπηρεσίες βραχυχρόνιας διαμονής, παρέχοντας παράλληλα και ορισμένες άλλες υπηρεσίες, όπως ένα μορφότυπο για τη διατύπωση του περιεχομένου της προσφοράς τους, μια υπηρεσία φωτογράφησης, ασφάλιση αστικής ευθύνης και εγγύηση έναντι ζημιών, ένα εργαλείο για την εκτίμηση της τιμής του ενοικίου ή υπηρεσίες πληρωμής για τις εν λόγω υπηρεσίες καταλύματος, πρέπει να χαρακτηριστεί ως "υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας" κατά την οδηγία 2000/31.

40 Προκαταρκτικώς, πρέπει, πρώτον, να επισημανθεί -και αυτό δεν αμφισβητείται από κανέναν από τους διαδίκους ή τους λοιπούς ενδιαφερομένους της παρούσας δίκης- ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη δραστηριότητα διαμεσολάβησης εμπίπτει στην έννοια της "υπηρεσίας" κατά την έννοια του άρθρου 56 ΣΛΕΕ και της οδηγίας 2006/123.

41 Δεύτερον, πρέπει ωστόσο να υπενθυμιστεί ότι, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/123, η οδηγία αυτή δεν εφαρμόζεται αν οι διατάξεις της συγκρούονται με διάταξη άλλης πράξης της Ένωσης που ρυθμίζει συγκεκριμένες πτυχές της πρόσβασης σε δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών ή της άσκησης τέτοιας δραστηριότητας σε συγκεκριμένες υπηρεσίες ή για συγκεκριμένα επαγγέλματα.

42 Ως εκ τούτου, προκειμένου να προσδιοριστεί αν μια υπηρεσία όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη εμπίπτει στην οδηγία 2006/123, όπως ισχυρίζονται η AHTOP και η Γαλλική Κυβέρνηση, ή, αντιθέτως, στην οδηγία 2000/31, όπως υποστηρίζουν η Airbnb Ireland, η κυβέρνηση της Τσεχίας και του Λουξεμβούργου και η Επιτροπή, πρέπει να προσδιοριστεί αν μια τέτοια υπηρεσία πρέπει να χαρακτηριστεί ως "υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας", κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31.

43 Συναφώς, και λαμβανομένης υπόψη της περιόδου που καλύπτουν τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στην καταγγελία της AHTOP και στην ποινική διαδικασία με παρεπόμενη αστική αγωγή που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ο ορισμός της έννοιας της "υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας" κατά το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31, αναφέρθηκε διαδοχικά στο άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, σημείο 2, της οδηγίας 98/34 και, στη συνέχεια, από τις 7 Οκτωβρίου 2015, στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/1535. Ωστόσο, ο ορισμός αυτός δεν τροποποιήθηκε κατά την έναρξη ισχύος, στις 7 Οκτωβρίου 2015, της οδηγίας 2015/1535, για τον λόγο αυτό στην παρούσα απόφαση θα γίνει αναφορά μόνο στην οδηγία αυτή.

44 Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/1535, η έννοια της "υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας" καλύπτει "κάθε υπηρεσία που παρέχεται συνήθως έναντι αμοιβής, εξ αποστάσεως, με ηλεκτρονικά μέσα και κατόπιν ατομικής αιτήσεως του αποδέκτη των υπηρεσιών".

45 Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει, όπως προκύπτει από τη σκέψη 18 ανωτέρω, ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη υπηρεσία, μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας, αποσκοπεί στη σύνδεση, έναντι αμοιβής, δυνητικών επισκεπτών με επαγγελματίες ή μη επαγγελματίες οικοδεσπότες που προσφέρουν υπηρεσίες βραχυχρόνιας διαμονής, ώστε οι πρώτοι να μπορούν να κάνουν κράτηση καταλύματος.

46 Προκύπτει, κατ' αρχάς, ότι η υπηρεσία αυτή παρέχεται έναντι αμοιβής, μολονότι η αμοιβή που εισπράττει η Airbnb Payments UK εισπράττεται μόνο από τον φιλοξενούμενο και όχι και από τον οικοδεσπότη.

47 Στη συνέχεια, εφόσον ο οικοδεσπότης και ο φιλοξενούμενος συνδέονται μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας χωρίς να είναι ταυτόχρονα παρών ο πάροχος υπηρεσιών διαμεσολάβησης, αφενός, ή ο οικοδεσπότης ή ο φιλοξενούμενος, αφετέρου, η υπηρεσία αυτή συνιστά υπηρεσία που παρέχεται ηλεκτρονικά και εξ αποστάσεως. Πράγματι, σε κανένα σημείο κατά τη διαδικασία σύναψης των συμβάσεων μεταξύ, αφενός, της Airbnb Ireland ή της Airbnb Payments UK και, αφετέρου, του οικοδεσπότη ή του φιλοξενούμενου, τα μέρη δεν έρχονται σε επαφή παρά μόνο μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας της Airbnb Ireland.

48 Τέλος, η εν λόγω υπηρεσία παρέχεται κατόπιν ατομικού αιτήματος των αποδεκτών της υπηρεσίας, δεδομένου ότι περιλαμβάνει τόσο την τοποθέτηση στο διαδίκτυο μιας διαφήμισης από τον οικοδεσπότη όσο και ατομικό αίτημα από τον επισκέπτη που ενδιαφέρεται για την εν λόγω διαφήμιση.

49 Επομένως, μια τέτοια υπηρεσία πληροί τις τέσσερις σωρευτικές προϋποθέσεις του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/1535 και, ως εκ τούτου, συνιστά, κατ' αρχήν, "υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας" κατά την έννοια της οδηγίας 2000/31.

50 Ωστόσο, όπως υποστηρίζουν οι διάδικοι και οι λοιποί ενδιαφερόμενοι στην παρούσα διαδικασία, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, μολονότι μια υπηρεσία διαμεσολάβησης που πληροί όλες αυτές τις προϋποθέσεις συνιστά, κατ' αρχήν, υπηρεσία διακριτή από την επακόλουθη υπηρεσία στην οποία αναφέρεται και πρέπει, επομένως, να καταταγεί ως "υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας", αυτό δεν μπορεί να συμβεί αν προκύπτει ότι η εν λόγω υπηρεσία διαμεσολάβησης αποτελεί αναπόσπαστο μέρος μιας συνολικής υπηρεσίας, της οποίας το κύριο στοιχείο είναι υπηρεσία που υπάγεται σε άλλη νομική κατάταξη (βλ. προς τούτο, απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Asociación Profesional Elite Taxi, C-434/15, EU:C:2017:981, σκέψη 40).

51 Εν προκειμένω, η AHTOP ισχυρίζεται ουσιαστικά ότι η υπηρεσία που παρέχει η Airbnb Ireland αποτελεί αναπόσπαστο μέρος μιας συνολικής υπηρεσίας, κύριο στοιχείο της οποίας είναι η παροχή υπηρεσίας καταλύματος. Προς τούτο, ισχυρίζεται ότι η Airbnb Ireland δεν συνδέει απλώς δύο μέρη μέσω της ομώνυμης ηλεκτρονικής πλατφόρμας της, αλλά προσφέρει και πρόσθετες υπηρεσίες που χαρακτηρίζουν τη διαμεσολαβητική δραστηριότητα στις συναλλαγές ακινήτων.

52 Ωστόσο, μολονότι είναι αληθές ότι ο σκοπός της υπηρεσίας διαμεσολάβησης που παρέχει η Airbnb Ireland είναι να καταστήσει δυνατή την ενοικίαση καταλύματος -και είναι κοινώς αποδεκτό ότι αυτό εμπίπτει στην οδηγία 2006/123- η φύση των δεσμών μεταξύ των υπηρεσιών αυτών δεν δικαιολογεί την παρέκκλιση από τον χαρακτηρισμό της εν λόγω υπηρεσίας διαμεσολάβησης ως "υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας" και, ως εκ τούτου, την εφαρμογή της οδηγίας 2000/31 σε αυτήν.

53 Η εν λόγω υπηρεσία διαμεσολάβησης δεν μπορεί να διαχωριστεί από την ίδια τη συναλλαγή ακινήτου, καθόσον αποσκοπεί όχι μόνο στην παροχή άμεσης υπηρεσίας διαμονής, αλλά και, βάσει δομημένου καταλόγου των χώρων διαμονής που είναι διαθέσιμοι στην ομώνυμη ηλεκτρονική πλατφόρμα και ανταποκρίνονται στα κριτήρια που επιλέγουν τα πρόσωπα που αναζητούν βραχυχρόνια διαμονή, στην παροχή ενός εργαλείου για τη διευκόλυνση της σύναψης συμβάσεων που αφορούν μελλοντικές αλληλεπιδράσεις. Η δημιουργία ενός τέτοιου καταλόγου προς όφελος τόσο των οικοδεσποτών που διαθέτουν καταλύματα προς ενοικίαση όσο και των ατόμων που αναζητούν αυτό το είδος καταλύματος αποτελεί το βασικό χαρακτηριστικό της ηλεκτρονικής πλατφόρμας που διαχειρίζεται η Airbnb Ireland.

54 Εν προκειμένω, λόγω της σημασίας της, η συγκέντρωση προσφορών με τη χρήση εναρμονισμένου μορφότυπου, σε συνδυασμό με εργαλεία αναζήτησης, εντοπισμού και σύγκρισης των προσφορών αυτών, συνιστά υπηρεσία η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί απλώς παρεπόμενη μιας συνολικής υπηρεσίας που υπάγεται σε διαφορετικό νομικό χαρακτηρισμό, ήτοι της παροχής υπηρεσίας καταλύματος.

55 Επιπλέον, μια υπηρεσία όπως αυτή που παρέχει η Airbnb Ireland δεν είναι σε καμία περίπτωση απαραίτητη για την παροχή υπηρεσιών καταλύματος, τόσο από την άποψη των φιλοξενούμενων όσο και από την άποψη των οικοδεσποτών που τη χρησιμοποιούν, δεδομένου ότι αμφότεροι έχουν στη διάθεσή τους μια σειρά άλλων, ενίοτε μακροχρόνιων, διαύλων, όπως τα μεσιτικά γραφεία, οι αγγελίες, είτε σε έντυπη είτε σε ηλεκτρονική μορφή, ή ακόμη και οι δικτυακοί τόποι εκμίσθωσης ακινήτων. Συναφώς, το γεγονός και μόνο ότι η Airbnb Ireland ανταγωνίζεται άμεσα τα άλλα αυτά κανάλια, παρέχοντας στους χρήστες της, τόσο στους οικοδεσπότες όσο και στους επισκέπτες, μια καινοτόμο υπηρεσία που βασίζεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εμπορικής δραστηριότητας στην κοινωνία της πληροφορίας, δεν επιτρέπει το συμπέρασμα ότι είναι απαραίτητη για την παροχή υπηρεσίας καταλύματος.

56 Τέλος, ούτε από τη διάταξη περί παραπομπής ούτε από τα στοιχεία του φακέλου που βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η Airbnb Ireland καθορίζει ή περιορίζει το ύψος των ενοικίων που χρεώνουν οι οικοδεσπότες που χρησιμοποιούν την εν λόγω πλατφόρμα. Το πολύ-πολύ να τους παρέχει ένα προαιρετικό εργαλείο για την εκτίμηση της τιμής του ενοικίου τους, λαμβάνοντας υπόψη τους μέσους όρους της αγοράς που λαμβάνονται από την εν λόγω πλατφόρμα, αφήνοντας την ευθύνη για τον καθορισμό του ενοικίου αποκλειστικά στον οικοδεσπότη.

57 Ως εκ τούτου, προκύπτει ότι μια υπηρεσία διαμεσολάβησης, όπως αυτή που παρέχει η Airbnb Ireland, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί αναπόσπαστο μέρος μιας συνολικής υπηρεσίας, κύριο στοιχείο της οποίας είναι η παροχή καταλύματος.

58 Καμία από τις λοιπές υπηρεσίες που αναφέρονται στη σκέψη 19 ανωτέρω, λαμβανομένων υπόψη μαζί ή μεμονωμένα, δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τη διαπίστωση αυτή. Αντιθέτως, οι υπηρεσίες αυτές έχουν βοηθητικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι, για τους οικοδεσπότες, δεν αποτελούν αυτοσκοπό, αλλά μάλλον μέσο για να επωφεληθούν από την υπηρεσία διαμεσολάβησης που παρέχει η Airbnb Ireland ή για να προσφέρουν υπηρεσίες διαμονής υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες (βλ. κατ' αναλογία, αποφάσεις της 21ης Φεβρουαρίου 2008, Part Service, C-425/06, EU:C:2008:108, σκέψη 52- της 10ης Νοεμβρίου 2016, Baštová, C-432/15, EU:C:2016:855, σκέψη 71- και της 4ης Σεπτεμβρίου 2019, KPC Herning, C-71/18, EU:C:2019:660, σκέψη 38).

59 Πρώτον, αυτό ισχύει όσον αφορά το γεγονός ότι, πέραν της δραστηριότητάς της να συνδέει οικοδεσπότες και επισκέπτες μέσω της ομώνυμης ηλεκτρονικής πλατφόρμας, η Airbnb Ireland παρέχει στους οικοδεσπότες ένα μορφότυπο για να καθορίζουν το περιεχόμενο της προσφοράς τους, μια προαιρετική υπηρεσία φωτογράφησης του ακινήτου που νοικιάζουν και ένα σύστημα αξιολόγησης των οικοδεσποτών και των επισκεπτών, το οποίο είναι διαθέσιμο στους μελλοντικούς οικοδεσπότες και επισκέπτες.

60 Τα εν λόγω εργαλεία αποτελούν μέρος του συνεργατικού μοντέλου που ενυπάρχει στις πλατφόρμες διαμεσολάβησης, το οποίο επιτρέπει, πρώτον, σε όσους αναζητούν κατάλυμα να κάνουν μια πλήρως ενημερωμένη επιλογή μεταξύ των προσφορών καταλυμάτων που προτείνουν οι οικοδεσπότες στην πλατφόρμα και, δεύτερον, στους οικοδεσπότες να είναι πλήρως ενημερωμένοι για την αξιοπιστία των επισκεπτών με τους οποίους ενδέχεται να συνεργαστούν.

61 Ακολούθως, αυτό ισχύει όσον αφορά το γεγονός ότι η Airbnb Payments UK, εταιρεία του ομίλου Airbnb, είναι υπεύθυνη για την είσπραξη των μισθωμάτων από τους επισκέπτες και, στη συνέχεια, για τη μεταβίβαση των μισθωμάτων αυτών στους οικοδεσπότες, σύμφωνα με τους όρους που αναφέρονται στη σκέψη 19 ανωτέρω.

62 Οι εν λόγω όροι πληρωμής, οι οποίοι είναι κοινοί σε μεγάλο αριθμό ηλεκτρονικών πλατφορμών, αποτελούν εργαλείο για τη διασφάλιση των συναλλαγών μεταξύ οικοδεσποτών και επισκεπτών και η παρουσία τους από μόνη της δεν μπορεί να μεταβάλει τη φύση της υπηρεσίας διαμεσολάβησης, ιδίως όταν οι εν λόγω όροι πληρωμής δεν συνοδεύονται, άμεσα ή έμμεσα, από έλεγχο των τιμών για την παροχή καταλύματος, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 56 ανωτέρω.

63 Τέλος, ούτε το γεγονός ότι η Airbnb Ireland προσφέρει στους οικοδεσπότες εγγύηση κατά ζημιών και, προαιρετικά, ασφάλιση αστικής ευθύνης είναι ικανό να τροποποιήσει τον νομικό χαρακτηρισμό της υπηρεσίας διαμεσολάβησης που παρέχει η εν λόγω πλατφόρμα.

64 Ακόμη και στο σύνολό τους, οι υπηρεσίες, προαιρετικές ή μη, που παρέχει η Airbnb Ireland και αναφέρονται στις σκέψεις 59 έως 63 ανωτέρω, δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση τον διακριτό χαρακτήρα της υπηρεσίας διαμεσολάβησης που παρέχει η εν λόγω εταιρεία και, ως εκ τούτου, τον χαρακτηρισμό της ως "υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας", δεδομένου ότι δεν τροποποιούν ουσιωδώς τα ειδικά χαρακτηριστικά της υπηρεσίας αυτής. Εν προκειμένω, είναι επίσης παράδοξο το γεγονός ότι τέτοιες βοηθητικές υπηρεσίες προστιθέμενης αξίας που παρέχει μια ηλεκτρονική πλατφόρμα στους πελάτες της, ιδίως για να διακρίνεται από τους ανταγωνιστές της, μπορούν, ελλείψει πρόσθετων στοιχείων, να έχουν ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της φύσης και, ως εκ τούτου, της νομικής κατάταξης της δραστηριότητας της εν λόγω πλατφόρμας, όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 46 των προτάσεών του.

65 Επιπλέον, και σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν η AHTOP και η Γαλλική Κυβέρνηση, οι κανόνες λειτουργίας μιας υπηρεσίας διαμεσολάβησης όπως αυτή που παρέχει η Airbnb δεν μπορούν να εξομοιωθούν με εκείνους της υπηρεσίας διαμεσολάβησης που αποτέλεσαν την αιτία για την έκδοση των αποφάσεων της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Asociación Profesional Elite Taxi (C-434/15, EU:C:2017:981, σκέψη 39), και της 10ης Απριλίου 2018, Uber France (C-320/16, EU:C:2018:221, σκέψη 21).

66 Πέραν του γεγονότος ότι οι εν λόγω αποφάσεις εκδόθηκαν στο ειδικό πλαίσιο της αστικής μεταφοράς επιβατών, στο οποίο εφαρμόζεται το άρθρο 58, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και ότι οι υπηρεσίες που παρέχει η Airbnb Ireland δεν είναι συγκρίσιμες με εκείνες που αποτέλεσαν αντικείμενο των υποθέσεων στις οποίες βασίστηκαν οι αποφάσεις που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη, οι παρεπόμενες υπηρεσίες που αναφέρονται στις σκέψεις 59 έως 63 ανωτέρω δεν αποδεικνύουν το ίδιο επίπεδο ελέγχου που διαπίστωσε το Δικαστήριο στις εν λόγω αποφάσεις.

67 Έτσι, το Δικαστήριο διαπίστωσε στις αποφάσεις αυτές ότι η Uber ασκούσε αποφασιστική επιρροή στους όρους υπό τους οποίους παρείχαν υπηρεσίες μεταφοράς οι μη επαγγελματίες οδηγοί που χρησιμοποιούσαν την εφαρμογή που τους διέθετε η εταιρεία αυτή (αποφάσεις της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Asociación Profesional Elite Taxi, C-434/15, EU:C:2017:981, σκέψη 39, και της 10ης Απριλίου 2018, Uber France, C-320/16, EU:C:2018:221, σκέψη 21).

68 Τα ζητήματα που ανέφερε το αιτούν δικαστήριο και υπενθύμισε στη σκέψη 19 ανωτέρω δεν αποδεικνύουν ότι η Airbnb Ireland ασκεί τόσο καθοριστική επιρροή στους όρους παροχής των υπηρεσιών καταλύματος στις οποίες αφορά η υπηρεσία διαμεσολάβησής της, ιδίως δεδομένου ότι η Airbnb Ireland δεν καθορίζει, άμεσα ή έμμεσα, την τιμή ενοικίασης που χρεώνεται, όπως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 56 και 62 ανωτέρω, ούτε, ακόμη λιγότερο, επιλέγει τους οικοδεσπότες ή τα καταλύματα που διατίθενται προς ενοικίαση στην πλατφόρμα της.

69 Κατόπιν των ανωτέρω, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31, το οποίο παραπέμπει στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/1535 , πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η υπηρεσία διαμεσολάβησης η οποία, μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας, αποσκοπεί στο να συνδέσει, έναντι αμοιβής, δυνητικούς επισκέπτες με επαγγελματίες ή μη επαγγελματίες οικοδεσπότες που προσφέρουν υπηρεσίες βραχυχρόνιας διαμονής, παρέχοντας παράλληλα ορισμένο αριθμό υπηρεσιών που είναι παρεπόμενες της εν λόγω υπηρεσίας διαμεσολάβησης, πρέπει να χαρακτηριστεί ως "υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας" κατά την οδηγία 2000/31.

Το δεύτερο ερώτημα

Δικαιοδοσία

70 Η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο είναι προδήλως αναρμόδιο να απαντήσει στο δεύτερο ερώτημα, καθόσον το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί αν οι δραστηριότητες της Airbnb Ireland εμπίπτουν στο ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής του νόμου Hoguet και, επομένως, να ερμηνεύσει το γαλλικό δίκαιο.

71 Ωστόσο, από τη διατύπωση του δεύτερου ερωτήματος προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο δεν ρωτά με τον τρόπο αυτό το Δικαστήριο αν ο νόμος Hoguet εφαρμόζεται στις δραστηριότητες της Airbnb Ireland, αλλά αν ο νόμος αυτός, τον οποίο θεωρεί περιοριστικό της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, είναι εκτελεστός κατά της εταιρείας αυτής.

72 Το ερώτημα αυτό, το οποίο συνδέεται στενά με την εξουσία που παρέχει το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31 στα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν από την αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας και με την υποχρέωση των κρατών μελών αυτών να κοινοποιούν στην Επιτροπή και στο οικείο κράτος μέλος τα μέτρα που θίγουν την αρχή αυτή, όπως προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής, είναι ζήτημα ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης.

73 Επομένως, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να απαντήσει στο ερώτημα αυτό.

Παραδεκτό

74 Επικουρικώς, η Γαλλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι, εφόσον το αιτούν δικαστήριο δεν διαπίστωσε ότι οι δραστηριότητες της Airbnb Ireland εμπίπτουν στο ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής του νόμου Hoguet, το δεύτερο ερώτημά του δεν εκθέτει τους λόγους για τους οποίους δεν είναι βέβαιο ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 2000/31 και δεν προσδιορίζει τη σχέση που το δικαστήριο αυτό διαπιστώνει μεταξύ της οδηγίας αυτής και του νόμου Hoguet. Επομένως, δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου και, ως εκ τούτου, είναι απαράδεκτο.

75 Συναφώς, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 30 ανωτέρω, από το δεύτερο ερώτημα προκύπτει ότι, κατά το αιτούν δικαστήριο, η υπηρεσία διαμεσολάβησης που παρέχει η Airbnb Ireland μέσω της ομώνυμης ηλεκτρονικής πλατφόρμας εμπίπτει στο ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής του νόμου αυτού.

76 Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο, αναφερόμενο στον περιοριστικό χαρακτήρα του νόμου αυτού όσον αφορά υπηρεσίες όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη υπηρεσία διαμεσολάβησης και στην αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, η οποία αναγνωρίζεται στα άρθρα 1 και 3 της οδηγίας 2000/31, επισημαίνοντας παράλληλα τις δυσκολίες ερμηνείας της οδηγίας αυτής όσον αφορά το ζήτημα της δυνατότητας επιβολής εθνικής νομοθεσίας όπως ο νόμος Hoguet κατά της Airbnb Ireland, πληροί τις ελάχιστες προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας.

77 Κατά συνέπεια, το δεύτερο ερώτημα είναι παραδεκτό.

Ουσία

78 Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει αν η επίμαχη στην κύρια δίκη νομοθεσία είναι εκτελεστή κατά της Airbnb Ireland.

79 Το ερώτημα αυτό προκύπτει από το επιχείρημα που προέβαλε η Airbnb Ireland σχετικά με την ασυμβατότητα των επίμαχων στην κύρια δίκη διατάξεων του νόμου Hoguet με την οδηγία 2000/31 και, ειδικότερα, από το γεγονός ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 3, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής που επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν μέτρα που περιορίζουν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας.

80 Επομένως, το δεύτερο ερώτημα πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2000/31 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας με παρεπόμενη αστική αγωγή, ο ιδιώτης μπορεί να αντιταχθεί στην εφαρμογή εναντίον του μέτρων κράτους μέλους που περιορίζουν την ελευθερία παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας τις οποίες ο ιδιώτης παρέχει από άλλο κράτος μέλος, όταν τα μέτρα αυτά δεν πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που θέτει η διάταξη αυτή.

81 Προκαταρκτικώς, πρέπει να επισημανθεί ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη νομοθεσία, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, περιορίζει την ελευθερία παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας.

82 Πρώτον, οι απαιτήσεις του νόμου Hoguet που ανέφερε το αιτούν δικαστήριο, κυρίως η υποχρέωση κατοχής επαγγελματικής άδειας, αφορούν την πρόσβαση στη δραστηριότητα της συνδέσεως των οικοδεσποτών που διαθέτουν χώρους φιλοξενίας και των προσώπων που αναζητούν τέτοιου είδους καταλύματα κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο η', σημείο i', της οδηγίας 2000/31 και δεν εμπίπτουν σε καμία από τις εξαιρούμενες κατηγορίες του άρθρου 2, στοιχείο η', σημείο ii', της οδηγίας αυτής. Δεύτερον, εφαρμόζονται, μεταξύ άλλων, στους παρόχους υπηρεσιών που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη πλην της Γαλλικής Δημοκρατίας, δυσχεραίνοντας έτσι την παροχή των υπηρεσιών τους στη Γαλλία.

83 Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2000/31, τα κράτη μέλη μπορούν, όσον αφορά μια συγκεκριμένη υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας που εμπίπτει στο συντονισμένο πεδίο, να λαμβάνουν μέτρα που παρεκκλίνουν από την αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, υπό δύο σωρευτικές προϋποθέσεις.

84 Πρώτον, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31, το σχετικό περιοριστικό μέτρο πρέπει να είναι αναγκαίο για λόγους δημόσιας τάξης, προστασίας της δημόσιας υγείας, δημόσιας ασφάλειας ή προστασίας των καταναλωτών- πρέπει να λαμβάνεται κατά υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας η οποία πράγματι υπονομεύει τους στόχους αυτούς ή συνιστά σοβαρό και σοβαρό κίνδυνο για τους στόχους αυτούς και, τέλος, πρέπει να είναι ανάλογο προς τους στόχους αυτούς.

85 Δεύτερον, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο β', δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας αυτής, πριν από τη λήψη των εν λόγω μέτρων και με την επιφύλαξη της δικαστικής διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένων των προκαταρκτικών διαδικασιών και των πράξεων που διενεργούνται στο πλαίσιο ποινικής έρευνας, το οικείο κράτος μέλος οφείλει να γνωστοποιήσει στην Επιτροπή και στο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου είναι εγκατεστημένος ο εν λόγω πάροχος υπηρεσιών την πρόθεσή του να λάβει τα εν λόγω περιοριστικά μέτρα.

86 Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, η Γαλλική Κυβέρνηση δέχεται ότι ο νόμος Hoguet δεν προκάλεσε κοινοποίηση της Γαλλικής Δημοκρατίας ούτε στην Επιτροπή ούτε στο κράτος μέλος εγκατάστασης της Airbnb Ireland, δηλαδή στην Ιρλανδία.

87 Κατ' αρχάς πρέπει να διευκρινιστεί ότι το γεγονός ότι ο νόμος αυτός προϋπήρχε της ενάρξεως ισχύος της οδηγίας 2000/31 δεν μπορεί να είχε ως συνέπεια την απαλλαγή της Γαλλικής Δημοκρατίας από την υποχρέωση κοινοποιήσεώς της. Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 118 των προτάσεών του, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν προέβλεψε παρέκκλιση που να επιτρέπει στα κράτη μέλη να διατηρούν μέτρα προγενέστερα της οδηγίας αυτής, τα οποία θα μπορούσαν να περιορίσουν την ελευθερία παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας χωρίς να τηρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει προς τούτο η οδηγία αυτή.

88 Ως εκ τούτου, πρέπει να προσδιοριστεί αν η παράλειψη κράτους μέλους να εκπληρώσει την υποχρέωσή του να κοινοποιεί εκ των προτέρων τα μέτρα που περιορίζουν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας προερχόμενων από άλλο κράτος μέλος, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο β', δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 2000/31, καθιστά την οικεία νομοθεσία ανεφάρμοστη έναντι των ιδιωτών, κατά τον ίδιο τρόπο που η παράλειψη κράτους μέλους να εκπληρώσει την υποχρέωσή του να κοινοποιήσει εκ των προτέρων τους τεχνικούς κανόνες, που προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/1535, έχει την ίδια συνέπεια (βλ. προς τούτο, απόφαση της 30ής Απριλίου 1996, CIA Security International, C-194/94, EU:C:1996:172, σκέψη 54).

89 Συναφώς, πρέπει, πρώτον, να επισημανθεί ότι το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο β', δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 2000/31 επιβάλλει στα κράτη μέλη ειδική υποχρέωση να κοινοποιούν στην Επιτροπή και στο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου είναι εγκατεστημένος ο εν λόγω πάροχος υπηρεσιών την πρόθεσή τους να θεσπίσουν μέτρα που περιορίζουν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας.

90 Επομένως, από την άποψη του περιεχομένου της, η υποχρέωση που θεσπίζει η διάταξη αυτή είναι επαρκώς σαφής, ακριβής και ανεπιφύλακτη ώστε να της προσδίδει άμεσο αποτέλεσμα και, ως εκ τούτου, μπορεί να επικαλούνται οι ιδιώτες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (βλ. κατ' αναλογίαν απόφαση της 30ής Απριλίου 1996, CIA Security International, C-194/94, EU:C:1996:172, σκέψη 44).

91 Δεύτερον, είναι κοινώς αποδεκτό ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/31, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας αυτής, στόχος της οδηγίας αυτής είναι να διασφαλίσει την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας μεταξύ των κρατών μελών. Ο στόχος αυτός επιδιώκεται μέσω ενός μηχανισμού ελέγχου των μέτρων που μπορούν να τον υπονομεύσουν, ο οποίος επιτρέπει τόσο στην Επιτροπή όσο και στο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου είναι εγκατεστημένος ο εν λόγω πάροχος υπηρεσιών να διασφαλίζουν ότι τα μέτρα αυτά είναι αναγκαία για την προώθηση επιτακτικών λόγων γενικού συμφέροντος.

92 Επιπλέον, και όπως προκύπτει από το άρθρο 3, παράγραφος 6, της εν λόγω οδηγίας, η Επιτροπή, η οποία είναι υπεύθυνη να εξετάζει χωρίς καθυστέρηση τη συμβατότητα των κοινοποιούμενων μέτρων με το δίκαιο της Ένωσης, υποχρεούται, όταν καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα προτεινόμενα μέτρα είναι ασυμβίβαστα με το δίκαιο της Ένωσης, να ζητήσει από το οικείο κράτος μέλος να απόσχει από τη λήψη των μέτρων αυτών ή να θέσει επειγόντως τέρμα στα εν λόγω μέτρα. Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, η Επιτροπή μπορεί να αποφύγει τη θέσπιση ή τουλάχιστον τη διατήρηση εμποδίων στο εμπόριο που αντίκεινται στη ΣΛΕΕ, ιδίως προτείνοντας τροποποιήσεις στα οικεία εθνικά μέτρα (βλ. κατ' αναλογίαν απόφαση της 30ής Απριλίου 1996, CIA Security International, C-194/94, EU:C:1996:172, σκέψη 41).

93 Πράγματι, όπως υποστηρίζει ιδίως η Ισπανική Κυβέρνηση και όπως προκύπτει από το άρθρο 3, παράγραφος 6, της οδηγίας 2000/31, το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας αυτής, σε αντίθεση με το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/1535 , δεν επιβάλλει επισήμως καμία υποχρέωση αναστολής σε κράτος μέλος που προτίθεται να θεσπίσει μέτρο που περιορίζει την ελεύθερη παροχή υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας. Ωστόσο, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 89 ανωτέρω, εκτός από δεόντως αιτιολογημένες επείγουσες περιπτώσεις, το οικείο κράτος μέλος οφείλει να γνωστοποιεί εκ των προτέρων στην Επιτροπή και στο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου είναι εγκατεστημένος ο εν λόγω πάροχος υπηρεσιών την πρόθεσή του να θεσπίσει ένα τέτοιο μέτρο.

94 Λαμβανομένων υπόψη των ζητημάτων που αναφέρθηκαν στις σκέψεις 89 έως 92 ανωτέρω, η υποχρέωση προηγούμενης κοινοποιήσεως που θεσπίζεται με το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο β', δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 2000/31 δεν είναι απλώς υποχρέωση παροχής πληροφοριών, ανάλογη με την επίμαχη στην υπόθεση στην οποία εκδόθηκε η απόφαση της 13ης Ιουλίου 1989, Enichem Base κ.λπ:C:1989:318, σκέψεις 19 έως 24), αλλά μια ουσιώδης διαδικαστική απαίτηση που δικαιολογεί το μη εκτελεστό των μη κοινοποιηθέντων μέτρων που περιορίζουν την ελευθερία παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας έναντι ιδιωτών (βλ. κατ' αναλογίαν απόφαση της 30ής Απριλίου 1996, CIA Security International, C-194/94, EU:C:1996:172, σκέψεις 49 και 50).

95 Τρίτον, η επέκταση στην οδηγία 2000/31 της λύσεως που υιοθέτησε το Δικαστήριο με την απόφαση της 30ής Απριλίου 1996, CIA Security International (C-194/94, EU:C:1996:C:1996:172), σε σχέση με την οδηγία 2015/1535, δικαιολογείται ακόμη περισσότερο, όπως ορθώς επεσήμανε η Επιτροπή κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, από το γεγονός ότι η υποχρέωση κοινοποιήσεως βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο β', δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 2000/31, όπως και το επίμαχο μέτρο στην υπόθεση που οδήγησε στην απόφαση αυτή, δεν αποσκοπεί στο να εμποδίσει ένα κράτος μέλος να θεσπίσει μέτρα που εμπίπτουν στον τομέα της δικής του αρμοδιότητας και τα οποία θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, αλλά στο να εμποδίσει ένα κράτος μέλος να θίξει, κατ' αρχήν, την αρμοδιότητα του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο πάροχος της οικείας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας.

96 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η παράλειψη κράτους μέλους να εκπληρώσει την υποχρέωση κοινοποιήσεως μέτρου περιορισμού της ελεύθερης παροχής υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας που παρέχεται από φορέα εγκατεστημένο στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο β', δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 2000/31, καθιστά το μέτρο αυτό μη εκτελεστό έναντι ιδιωτών (βλ. κατ' αναλογίαν απόφαση της 30ής Απριλίου 1996, CIA Security International, C-194/94, EU:C:1996:172, σκέψη 54).

97 Συναφώς, πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι, όπως συνέβη και στην περίπτωση των τεχνικών κανόνων για τους οποίους το κράτος μέλος δεν προέβη σε κοινοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/1535 , το γεγονός ότι ένα μη κοινοποιημένο μέτρο που περιορίζει την ελευθερία παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας είναι ανεφάρμοστο μπορεί να επικαλεστεί, όχι μόνο σε ποινικές διαδικασίες (βλ. κατ' αναλογία, απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ince, C-336/14, EU:C:2016:72, σκέψη 84), αλλά και σε διαφορά μεταξύ ιδιωτών (βλ. κατ' αναλογίαν απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2016, James Elliott Construction, C-613/14, EU:C:2016:821, σκέψη 64 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

98 Ως εκ τούτου, σε δίκες όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, κατά τις οποίες, στο πλαίσιο προσφυγής ενώπιον ποινικού δικαστηρίου, φυσικό πρόσωπο ζητεί αποζημίωση από άλλο φυσικό πρόσωπο για ζημία προερχόμενη από το διωκόμενο αδίκημα, η παράλειψη κράτους μέλους να εκπληρώσει την υποχρέωσή του να κοινοποιήσει το αδίκημα αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο β', δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 2000/31, καθιστά την εθνική διάταξη που θεσπίζει το αδίκημα αυτό ανεφάρμοστη έναντι του διωκόμενου ιδιώτη και επιτρέπει στο πρόσωπο αυτό να επικαλεστεί την παράλειψη αυτή, όχι μόνο στο πλαίσιο της ποινικής δίκης που ασκήθηκε κατά του ιδιώτη αυτού, αλλά και στο πλαίσιο της αγωγής αποζημιώσεως που άσκησε ο ιδιώτης που έχει προσχωρήσει ως πολιτικώς ενάγων.

99 Λαμβανομένου υπόψη ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν κοινοποίησε τον νόμο Hoguet και δεδομένου του σωρευτικού χαρακτήρα των προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2000/31, οι οποίες υπενθυμήθηκαν στις σκέψεις 84 και 85 ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο νόμος αυτός δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να εφαρμοστεί σε ιδιώτη που βρίσκεται σε κατάσταση όπως αυτή της Airbnb Ireland στο πλαίσιο της κύριας δίκης, ανεξαρτήτως του αν ο νόμος αυτός πληροί τις λοιπές προϋποθέσεις που θέτει η διάταξη αυτή.

100 Κατόπιν των ανωτέρω, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο β', δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 2000/31 έχει την έννοια ότι, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας με παρεπόμενη αστική αγωγή, ο ιδιώτης μπορεί να αντιταχθεί στην εφαρμογή σε βάρος του μέτρων κράτους μέλους που περιορίζουν την ελευθερία παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας τις οποίες ο ιδιώτης αυτός παρέχει από άλλο κράτος μέλος, εφόσον τα μέτρα αυτά δεν κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με τη διάταξη αυτή.

Κόστος

101 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία αποτελεί, για τους διαδίκους της κύριας δίκης, ένα στάδιο της δίκης που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, η απόφαση περί των εξόδων ανήκει στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου αυτού. Τα έξοδα που προκύπτουν από την υποβολή παρατηρήσεων στο Δικαστήριο, εκτός από τα έξοδα των διαδίκων αυτών, δεν είναι ανακτήσιμα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

  1. Το άρθρο 2 στοιχείο α) της οδηγίας 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά ("οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο"), το οποίο παραπέμπει στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/1535 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών κανονισμών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μια υπηρεσία διαμεσολάβησης η οποία, μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας, αποσκοπεί στη σύνδεση, έναντι αμοιβής, δυνητικών επισκεπτών με επαγγελματίες ή μη επαγγελματίες οικοδεσπότες που προσφέρουν βραχυχρόνια καταλύματα, παρέχοντας παράλληλα και ορισμένο αριθμό υπηρεσιών συμπληρωματικών προς την εν λόγω υπηρεσία διαμεσολάβησης, πρέπει να χαρακτηριστεί ως "υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας" κατά την οδηγία 2000/31.
  2. Το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο β', δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 2000/31 έχει την έννοια ότι, στο πλαίσιο ποινικής δίκης με παρεπόμενη αστική αγωγή, ο ιδιώτης μπορεί να αντιταχθεί στην εφαρμογή εναντίον του μέτρων κράτους μέλους που περιορίζουν την ελευθερία παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας τις οποίες ο ιδιώτης παρέχει από άλλο κράτος μέλος, εφόσον τα μέτρα αυτά δεν κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με τη διάταξη αυτή.